Γεμάτη αρχέγονο δυναμισμό και εκφραστικότητα, η ποντιακή μουσική, συγκινεί εμπνέει και παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα. Στις 19 Μαΐου, Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τιμά την ξεχωριστή μουσική παράδοση του Πόντου μέσα από συμφωνικά έργα Ελλήνων συνθετών και αντλούν από το αποτύπωμα της ποντιακής παράδοσης στην λόγια μουσική.
Ο αρχιμουσικός Βλαδίμηρος Συμεωνίδης διευθύνει το «Κότσαρι» από τα «Παραμύθια του Πόντου» για ορχήστρα εγχόρδων, φλάουτο, άρπα και τύμπανα του Αμάραντου Αμαραντίδη, μια «δωρική» απόδοση του χαρακτηριστικού ποντιακού χορού. Στη συνέχεια, ο «Πυρρίχιος» του δραστήριου συνθέτη Χρίστου Παπαγεωργίου, μετουσιώνει τον ομώνυμο «διονυσιακό» χορό σε μια σύνθεση για συμφωνική ορχήστρα γεμάτη ένταση και μαχητικότητα. Ακόμη, ο βιρτουόζος της ποντιακής λύρας, Ματθαίος Τσαχουρίδης, αναμετράται με το Κοντσέρτο για ποντιακή λύρα και ορχήστρα του Ηλία Παπαδόπουλου, μια δημιουργία που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Η βραδιά κλείνει με την συγκλονιστική Έκτη Συμφωνία του Τσαϊκόφσκυ, γνωστή και ως «Παθητική», που αποτελεί το πιο εξομολογητικό έργο του συνθέτη.
Υπό την αιγίδα της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO.
Υπό την αιγίδα της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος.
Το πρόγραμμα με μια ματιά:
ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ ΑΜΑΡΑΝΤΙΔΗΣ (1947-1995)
«Κότσαρι» από τα «Παραμύθια του Πόντου» για ορχήστρα εγχόρδων, φλάουτο, άρπα και τύμπανα
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ (γεν. 1967)
Πυρρίχιος
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (γεν. 1951)
Κοντσέρτο για ποντιακή λύρα και ορχήστρα
ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΥ (1840–1893)
Συμφωνία αρ. 6 σε σι ελάσσονα, έργο 74 «Παθητική»
ΣΟΛΙΣΤ
Ματθαίος Τσαχουρίδης, ποντιακή λύρα
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Βλαδίμηρος Συμεωνίδης
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ
Τιμές εισιτηρίων: 25€, 20€, 15€ και 8€ (εκπτωτικό)
Το σχόλιο του μαέστρου
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας παρουσιάζονται έργα τα οποία αν και έχουν ως κοινή αναφορά την μουσική παράδοση του Πόντου, σχετίζονται με αυτήν την παράδοση με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο το καθένα.
Στο Κότσαρι του Αμάραντου Αμαραντίδη ο χαρακτηριστικός ποντιακός χορός αποδίδεται με δωρικότητα και αίσθηση του μέτρου. Ο Χρίστος Παπαγεωργίου στον Πυρρίχιο, συνδυάζει -με μεγάλη επιτυχία- μουσικά χαρακτηριστικά του πλέον «διονυσιακού» ποντιακού χορού με στοιχεία κινηματογραφικής μουσικής, καταφέρνοντας ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά ο Ηλίας Παπαδόπουλος -ως γνήσιος φορέας της ποντιακής μουσικής κληρονομιάς, αλλά και ως συνθέτης με σπουδές σύνθεσης στην Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου-στο κοντσέρτο για ποντιακή λύρα και ορχήστρα, επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει την ποντιακή μουσική παράδοση, εξερευνώντας ήχους της ευρύτερης ανατολικής μουσικής, σε συνδυασμό με σύγχρονες τεχνικές σύνθεσης.
Η συναυλία ολοκληρώνεται με την σπαραξικάρδια 6η Συμφωνία του Τσαϊκόφσκι (Παθητική), έργο βαθιά υπαρξιακό, το οποίο διαπραγματεύεται τις έννοιες της θλίψης, του πόνου και της απώλειας, με τον πλέον τελεσίδικο τρόπο.
Για την ιστορία…
ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ ΑΜΑΡΑΝΤΙΔΗΣ (1947 – 1995)
«Κότσαρι» από τα «Παραμύθια του Πόντου» για ορχήστρα εγχόρδων, φλάουτο, άρπα και τύμπανα
Ο Αμάραντος Αμαραντίδης σπούδασε κλαρινέτο στο Ωδείο Αθηνών και σύνθεση στο Εθνικό Ωδείο, ενώ συνέχισε σπουδές σύνθεσης στην École Normale του Παρισιού (1977-80). Επιστρέφοντας στην Αθήνα δίδαξε στα ωδεία: Ορφείο, Ελληνικό, Εθνικό και Κεντρικό. Επίσης συνέγραψε αξιόλογα θεωρητικά βιβλία, όπως: «Το τονικό μουσικό σύστημα», «Μορφολογία της μουσικής», «Ο Μπετόβεν μέσα από την αλληλογραφία του», «Συλλογή σολφέζ του Α. Ρώυσελ», «Θέματα πτυχιακών εξετάσεων» κ.ά. Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών, συνέθεσε πολλά οργανικά έργα. «Κύκνειο άσμα» του είναι το έργο «Παραμύθια του Πόντου», που γράφτηκε το 1992 κατόπιν παραγγελίας του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 3 Νοεμβρίου 1995 χωρίς να είναι δυστυχώς παρών ο δημιουργός του, μιας και είχε ήδη φύγει από τη ζωή. Το «Κότσαρι» είναι μέρος του παραπάνω έργου και αναδεικνύει όλη τη δύναμη και την μεγαλοπρέπεια αυτού του δημοφιλέστατου ποντιακού χορού. Μέσα σε σαφώς τονικό περιβάλλον, ένα χαρακτηριστικό ποντιακό μοτίβο παρουσιάζεται σε παράλληλες τέταρτες με μικρές παραλλαγές και πολύ λιτή ενορχήστρωση, που έχει ως βάση της τα έγχορδα.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ (γεν. 1967)
Πυρρίχιος
Ο χορός Πυρρίχιος από την ομηρική αρχαιότητα αποτελεί ένα αυθεντικό και αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου στοιχείο ελληνικότητας. Από τις απαρχές της καταγεγραμμένης ιστορίας (Ησίοδος – χορός κουρητών) υπήρξε ο πλέον διαδεδομένος χορός από την Κρήτη μέχρι τον Πόντο, κατά μήκος της ελληνικής επικράτειας. Το ύφος επιθετικό, η ρυθμική αγωγή του ασύμμετρη, η δε «σεισμική» χορογραφία οδηγεί σε έκσταση και μετουσίωση.
Ο «Πυρρίχιος» γράφτηκε ως παραγγελία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Οδησσού και συγκεκριμένα του μόνιμου αρχιμουσικού της, μαέστρου Χόμπαρτ Έρλ και της συζύγου του Αίντα, στους οποίους και είναι αφιερωμένο. Το συνέθεσα το καλοκαίρι του 2010 και πρωτοπαρουσιάστηκε στις 1 και 2 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους από τους παραπάνω μουσικούς σε εορταστική συναυλία για την εθνική επέτειο της Ουκρανίας. Η Συμφωνική Ορχήστρα του Μπάφαλλο Ν.Υ. το έχει προγραμματίσει για τις 16 και 17 Μαρτίου του 2013 στα πλαίσια των τακτικών της συναυλιών.
Πρόκειται για την προέκταση μιας ιδέας, που σπερματικά ενυπήρχε σε ένα προηγούμενο μου έργο με τον τίτλο «Χορός» (2000) αρχικά για δύο πιάνα, που έχει παρουσιαστεί από διάφορα Piano Duo, σε Ελλάδα και εξωτερικό, και μετέπειτα σε μεταγραφή για σεπτέτο που παρουσιάστηκε από τους Σολίστες της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την άνοιξη του 2009. Όμως ο παρών ολοκληρωμένος «Πυρρίχιος» απετέλεσε την αφορμή να ενώσω και να αποτυπώσω συγγενικές μουσικές ιδέες που είχαν συσσωρευτεί με τον καιρό και με ερέθιζαν στην πιθανότητα της ορχηστρικής τους εκδοχής. Σκοπός ήταν να αποτυπωθεί το αίσθημα της αρσενικότητος, της μαχητικότητος, της αρχέγονης σφοδρότητος, της χορευτικότητος αυτής, γνωστής ως ομηρικής «μαρμαρυγής», που η ακατέργαστη και ανεπιτήδευτη μουσική πολύπλοκότητά της παρέπεμπε στα πλέον τολμηρά έργα του συμφωνικού ρεπερτορίου. Με απλά λόγια μπήκα στη διαδικασία να μεταφέρω την ένταση και την έκσταση του χορού και της ποντιακής λύρας σε μια αίθουσα συμφωνικών συναυλιών.
Κείμενο: Χρίστος Παπαγεωργίου
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (γεν. 1951)
Κοντσέρτο για ποντιακή λύρα και ορχήστρα
Το έργο για λύρα Πόντου και ορχήστρα γράφτηκε την περίοδο 1987/88 (Δεκέμβριος ’87- Μάιος ‘88) μετά από παραγγελία του Φεστιβάλ Ηρακλείου, με την προοπτική να παρουσιαστεί στις προγραμματισμένες εκδηλώσεις του Αυγούστου 1988 της διοργάνωσης. Η πρωτότυπη ιδέα για τη δημιουργία τεσσάρων νέων έργων-κοντσέρτων για τα παραδοσιακά όργανα (Λύρα, Κλαρίνο, Σαντούρι, Τρίχορδο Μπουζούκι) και ορχήστρα, ήταν πρωτοβουλία του συνθέτη Θόδωρου Αντωνίου, ο οποίος ως καλλιτεχνικός διευθυντής τότε αυτού του Φεστιβάλ πρότεινε την παραγωγή των έργων. Από άποψη μουσικοποιητικής δομής, η συνοχή του κοντσέρτου βασίζεται σε πέντε κύρια μέρη δομημένου και ενορχηστρωμένου αυτοσχεδιασμού και ενδιάμεσα σύντομα μέρη ελεύθερου αυτοσχεδιασμού της λύρας που γεφυρώνουν την ακολουθία των κύριων μερών. Όλα τα μέρη του έργου λειτουργούν ως ηχητικοί αντικατοπτρισμοί «ηχογεωλογικών τοπίων» του ελληνικού χώρου (όπως αυτά του Πόντου, της Μικράς Ασίας, της Κρήτης, της Ηπείρου, της Μακεδονίας κ.ά.), συντεθειμένα στα αρμονικά, ρυθμικά και μετρικά πρότυπα της Δημοτικής μας Μουσικής, Ποίησης και Χορού. Έτσι, το κοντσέρτο πρωτοπαίχτηκε στο Ηράκλειο τον Αύγουστο 1988 από την ορχήστρα ΑΛΕΑ ΙΙΙ της Βοστώνης υπό τη διεύθυνση του Θόδωρου Αντωνίου και με σολίστ τον ίδιο τον συνθέτη.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα, παρουσιάστηκε σε Αθήνα (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και Θέατρο Κολωνού), Θεσσαλονίκη (Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Παλατάκι και Αίθουσα Τελετών του Α.Π.Θ.), καθώς και στο Ντέμπρετσεν της Ουγγαρίας. Σε όλες τις παραπάνω παρουσιάσεις του κοντσέρτου σολίστ λύρας ήταν ο ίδιος ο συνθέτης, ενώ για πρώτη φορά το έργο θα παρουσιαστεί στις 19 Μαΐου 2023 με την Κ.Ο.Α. υπό τη διεύθυνση του Βλαδίμηρου Συμεωνίδη και σολίστ τον λυράρη Ματθαίο Τσαχουρίδη.
Ηλίας Παπαδόπουλος
ΠΙΟΤΡ ΙΛΙΤΣ ΤΣΑΪΚΟΦΣΚΙ (1840 – 1893)
Συμφωνία αρ. 6 σε σι ελάσσονα, έργο 74 “Παθητική”
Adagio – Allegro non troppo
Allegro con grazia
Allegro molto vivace
Finale: Adagio lamanetoso
“Μπορώ να πω με ειλικρίνεια πως ποτέ στη ζωή μου δεν υπήρξα τόσο ικανοποιημένος από τον εαυτό μου, τόσο περήφανος και ποτέ δεν ένιωσα τόσο τυχερός δημιουργώντας κάτι τόσο καλό όσο αυτό.”
Π. Ι. Τσαϊκόφσκι, αναφερόμενος στην Έκτη Συμφωνία σε επιστολή του, της 1/10/1893
Στις 28 Οκτωβρίου 1893 ο Τσαϊκόφσκι διηύθυνε την πρεμιέρα της Έκτης του Συμφωνίας στην Αγ. Πετρούπολη. Το κοινό της πόλης παρά το ένθερμο χειροκρότημά του στον καταξιωμένο πια συνθέτη αποδέχτηκε το έργο με κάποια αμηχανία, που εν μέρει οφειλόταν στην ίδια τη φύση του έργου και εν μέρει στην όχι και τόσο αριστοτεχνική του εκτέλεση. Πέντε μέρες μετά ο Τσαϊκόφσκι διέπραξε ένα μοιραίο “λάθος”: ήπιε ένα ποτήρι νερό χωρίς αυτό να έχει προηγουμένως βραστεί, ένα επιβεβλημένο μέσο πρόληψης από την επιδημία χολέρας, που μάστιζε εκείνη την εποχή την Αγ. Πετρούπολη. Στις 6 Νοεμβρίου ο συνθέτης άφησε την τελευταία του πνοή προσβεβλημένος από την ασθένεια. Στις 15 Νοεμβρίου στο πλαίσιο συναυλίας στη μνήμη του Τσαϊκόφσκι ο τσεχικής καταγωγής αρχιμουσικός Eduard Nápravník (1839 – 1916) διηύθυνε τη δεύτερη εκτέλεση της συμφωνίας, που ιδωμένη μέσα από μία ομολογουμένως αρτιότερη ερμηνεία και υπό το κλίμα του πρόσφατου χαμού του συνθέτη της αντιμετωπίσθηκε ως ένα αριστουργηματικό, μεγαλόπνοο έργο.
Έκτοτε η Έκτη Συμφωνία, στο πένθιμο και ερεβώδες φινάλε της οποίας είναι εύκολο να δει κανείς ένα μουσικό προϊδεασμό ενός τραγικού τέλους, έμελλε να συνδεθεί άρρηκτα με το θάνατο του Τσαϊκόφσκι, για τα πραγματικά αίτια του οποίου μέχρι σήμερα διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις. Στη δεκαετία του 1980 διατυπώθηκε η άποψη, ότι ο συνθέτης δεν πέθανε από χολέρα αλλά ότι αυτοκτόνησε με δηλητήριο υπό την πίεση παλαιών του συμφοιτητών από την Αυτοκρατορική Νομική Σχολή της Αγ. Πετρούπολης, προκειμένου να μην έρθει στο φως η ομοφυλοφιλική του σχέση με τον ανιψιό ενός ευγενή. Ωστόσο νεότερες έρευνες αντέκρουσαν με αρκετά πειστικά επιχειρήματα τη θεωρία αυτή αποδίδοντας το θάνατο του συνθέτη στη χολέρα. Ωστόσο, αυτό που πιθανότατα ποτέ δεν θα μάθουμε είναι αν όντως ο Τσαϊκόφσκι ήπιε το μοιραίο ποτήρι νερό ως αποτέλεσμα ολέθριας αβλεψίας ή αναζητώντας ηθελημένα το θάνατο.
Η σύνθεση της Έκτης Συμφωνίας ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1893. Τον προηγούμενο Δεκέμβριο ο Τσαϊκόφσκι είχε μόλις παραιτηθεί από τη σύνθεση μίας άλλης συμφωνίας σε Μι ύφεση μείζονα, που τον είχε απασχολήσει για κάποιο καιρό. Η παραίτηση από εκείνη τη συμφωνία τον έκανε να αισθάνεται αποκαρδιωμένος και αποπροσανατολισμένος, και παρόλο που προς στιγμή σκόπευε να μην καταπιαστεί με την αμιγώς συμφωνική μουσική, περιέργως ξεκίνησε να εργάζεται πάνω στην Έκτη. Η εργασία προχώρησε με ενθουσιασμό και αυτοπεποίθηση, αν και προς το τέλος η ενορχήστρωση της συμφωνίας προβλημάτισε αρκετά το συνθέτη.
Στην πρεμιέρα η Έκτη έφερε το προσωνύμιο “Προγραμματική”. Όντως ο Τσαϊκόφσκι είχε εκμυστηρευθεί σε οικεία του πρόσωπα πως στο μυαλό του είχε μία σαφή προγραμματική ιδέα, την οποία ωστόσο δεν σκόπευε επ’ ουδενί να αποκαλύψει στο ευρύ κοινό. Μία μέρα μετά την πρεμιέρα συζήτησε με τον αδελφό του, Μόντεστ, το ενδεχόμενο αλλαγής του αρχικού τίτλου και εκείνος πρότεινε τον όρο “τραγική”, που δεν ικανοποίησε το συνθέτη, για να προτείνει αμέσως μετά το προσωνύμιο “παθητική”. O Τσαϊκόφσκι άμεσα το προσέθεσε στην παρτιτούρα της Συμφωνίας και παρόλο που λίγο αργότερα φαίνεται να το μετάνιωσε, ο εκδότης του το περιέλαβε στην έκδοση της συμφωνίας. Αυτή αφιερώθηκε στον Βλαντιμίρ Ντάβιντωφ (1871 – 1906), δεύτερο γιο της αδελφής του συνθέτη, Αλεξάνδρας. Ο Ντάβιντωφ υπήρξε ο αγαπημένος ανιψιός του Τσαϊκόφσκι και αποκλειστικός κληρονόμος των δικαιωμάτων των έργων του. Ακόμα και σε εκείνον δεν αποκαλύφθηκε το πρόγραμμα της Παθητικής Συμφωνίας, το οποίο θα παραμείνει για πάντα ένα άλυτο μυστήριο. Έτσι, άλλοι βλέπουν στην Παθητική μία προσπάθεια του συνθέτη να εκφράσει το ιδιαίτερης φύσης –απαγορευμένο και ανολοκλήρωτο- πάθος του για τον αγαπημένο του ανιψιό, άλλοι την αντιμετωπίζουν ως μία εξομολογητική μουσική περιγραφή της ταραχώδους ζωής του, ενώ κατά άλλους είναι ένας αποχαιρετισμός του από τη ζωή.
Η αργή εισαγωγή του πρώτου μέρους δίνει ευθύς εξαρχής ένα σαφές στίγμα της επικρατούσας ατμόσφαιρας όλου του έργου. Ένα σκοτεινό σόλο του φαγκότου υπό τη χαμηλόφωνη συνοδεία των κοντραμπάσων οδηγεί στο κυρίως γρήγορο τμήμα του μέρους με το πρώτο θέμα να είναι μία αγωνιώδης επέκταση του αρχικού σόλο του φαγκότου. Το δεύτερο θέμα αποτελεί μία ακόμη λυρική έκφανση του αστείρευτου μελωδικού ταλέντου του Τσαϊκόφσκι. Η σταδιακή κατάληξή του σε ένα ηχητικό επίπεδο στο όριο της ακοής καθιστά την αρχή της ανάπτυξης απότομα εκρηκτική και θυελλώδη. Καθώς αυτή επικεντρώνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο πρώτο θέμα, η επανέκθεση περνά απευθείας στο λυρικό δεύτερο θέμα, πιο πυκνά ενορχηστρωμένο αυτή τη φορά, που με τη σειρά του οδηγεί σε μία σύντομη coda, στην οποία τα πνευστά εκθέτουν μία κατακλείδα εν είδει χορικού υπό την καθοδική κίνηση με pizzicato των εγχόρδων.
Ο Τσαϊκόφσκι είχε μία ιδιαίτερη αγάπη στο χορό του βαλς και συχνά είχε συμπεριλάβει έξοχα δείγματα βαλς στα έργα του. Στα εν πολλοίς όχι τόσο γνωστά “18 Κομμάτια για πιάνο”, έργο 72 (1893), και συγκεκριμένα στο δέκατο έκτο κομμάτι, ο συνθέτης είχε πειραματιστεί με τον τριμερή ρυθμό του βαλς γράφοντας ένα “Valse à cinq temps” (βαλς σε πέντε χρόνους). Ακριβώς το ίδιο έπραξε και στο δεύτερο μέρος της Έκτης Συμφωνίας, γράφοντας ένα ανάλαφρο, χαριτωμένο και με μία ανεπαίσθητη μελαγχολία βαλς στον πρωτόγνωρο και εντελώς ασυνήθιστο για την εποχή ρυθμό 5/4.
Το τρίτο μέρος είναι και το πλέον εξωστρεφές όλης της συμφωνίας. Ένα πομπώδες και στιβαρό εμβατηριακό θέμα αντιπαρατίθεται με ακατάπαυστα περάσματα τριήχων, εμφανιζόμενα σε όλες τις ομάδες οργάνων της ορχήστρας, που θυμίζουν τα νευρώδη scherzi του Mendelssohn. Η διαρκώς κλιμακούμενη ένταση, που τονίζεται από ένα σημείο και μετά από καταιγιστικές κλίμακες, οδηγεί στις τελευταίες ολόλαμπρες εμφανίσεις του εμβατηρίου. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το θριαμβευτικό κλείσιμο του μέρους τόσο στην πρεμιέρα της συμφωνίας όσο και σε μετέπειτα εκτελέσεις της έκανε συχνά το κοινό να ξεσπά σε χειροκροτήματα.
Η μέγιστη αναμφίβολα καινοτομία της Παθητικής Συμφωνίας είναι η επιλογή του συνθέτη να δώσει στο αργό μέρος τη θέση του φινάλε, κάτι που μέχρι τότε δεν είχε συμβεί σε μείζον συμφωνικό έργο, με εξαίρεση μόνο τη Συμφωνία αρ. 45 “του Αποχαιρετισμού” του Haydn. O Schoenberg είπε χαρακτηριστικά για το φινάλε πως “ξεκινά με μία κραυγή και καταλήγει με ένα βογκητό”. Πράγματι, η αρχική αγωνία σύντομα καταλαγιάζει με τα βιολιά να εκθέτουν ένα γαλήνιο θέμα υπό ένα επίμονο ostinato των κόρνων. Όμως η μουσική προϊόντος του χρόνου γίνεται όλο και πιο σκοτεινή, σχεδόν απειλητική. Συσσωρεύεται ολοένα και μεγαλύτερη εσωτερική ένταση, που καθώς ξεσπά, οδηγεί σε ένα σημείο “χωρίς επιστροφή”, σηματοδοτούμενο απλά και μόνο από μία απαλή κρούση του ταμ-ταμ. Καθώς οδεύουμε με ένα αδυνατισμένο πια παλμό προς το τέλος, κυριαρχεί η αίσθηση παραίτησης, συγκαταβατικής αποδοχής μίας υπαρξιακής ήττας και η μουσική βυθίζεται σε ένα αμετάκλητο σκοτάδι.