Την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, υποδέχθηκε, χτες το απόγευμα, στην Εθνική Πινακοθήκη, η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη προκειμένου να εγκαινιάσει τη μεγάλη έκθεση «Δημοκρατία», που διοργανώνεται με ευκαιρία τα πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση.
Η κεντρική ιδέα της έκθεσης παρουσιάζει τις τρείς χώρες, του Ευρωπαϊκού Μεσογειακού Νότου, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία ως σύλληψη μιας χαλαρής οντότητας με πολλά κοινά. Και βρίσκει τις ρίζες της στην κοινή εμπειρία της δημοκρατικής μετάβασης αλλά και στην παράλληλη πορεία προς την ευρωπαϊκή οικογένεια. «Όχι μόνο οι χώρες μας, αλλά κυρίως εμείς, οι πολίτες, ήρθαμε πιο κοντά και συνειδητοποιήσαμε τα κοινά βιώματα μέσω της διαμορφωτικής εμπειρίας της μετάβασης. Και αυτό άνοιξε το δρόμο της καλύτερης γνωριμίας και των πυκνότερων επαφών στο επίπεδο των ανταλλαγών στο πεδίο του Πολιτισμού και της κοινωνικής ζωής» σημείωσε η Υπουργός Πολιτισμού. «Η Τέχνη υπήρξε η αυθεντική έκφραση όλων των συναισθημάτων. Του πόνου, ψυχικού και πολλές φορές σωματικού, βιωμένου κατά μόνας αλλά και συλλογικά, που προκάλεσε η τυραννία. Της οργής, ακόμη και της αμηχανίας για την παράτασή της δικτατορικής ανωμαλίας, που στην περίπτωση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ήταν μακρόχρονη. Της ελπίδας, που δεν έσβησε ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές της καταπίεσης και μετατράπηκε σε κίνητρο για αντίσταση».
Η έκθεση που σήμερα ανοίγει τις πύλες της Πινακοθήκης, είπε η Υπουργός Πολιτισμού, «έρχεται να τιμήσει ένα μεγάλο ορόσημο. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, η ομαλότερη περίοδος πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού βίου της νεότερης ιστορίας μας, κλείνει μισό αιώνα ζωή. Επέτειος ιδιαίτερα σημαντική με έντονο πανηγυρικό αλλά και συμβολικό χαρακτήρα. Επέτειος που επιβάλλει αποτιμήσεις για το παρελθόν αλλά και στοχασμό για το μέλλον, για τον προσανατολισμό της πατρίδας μας στον ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο».
«Η γέννηση της Μεταπολίτευσης το καλοκαίρι του 1974», σημείωσε η Υπουργός, «δεν αποτελούσε μεμονωμένη περίπτωση, παρά τις ιδιαιτερότητές της, με κυριότερη την κατάρρευση της Χούντας υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας. Την ίδια περίπου εποχή, στην Ιβηρική Χερσόνησο ομόλογα αυταρχικά καθεστώτα –που υπήρξαν σαφώς μακροχρόνια ως υπολείμματα του Μεσοπολέμου– μετρούσαν τους τελευταίους μήνες της ζωής τους. Η Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία, τον Απρίλιο του 1974, είχε βάλει τη χώρα σε τροχιά επαναφοράς στη Δημοκρατία. Στην Ισπανία, ο θάνατος του Φράνκο το επόμενο έτος έδωσε την πρωτοβουλία των κινήσεων στον Χουάν Κάρλος, ο οποίος, σε συνεννόηση με τον πολιτικό κόσμο, έδωσε αποφασιστική ώθηση στην αναγέννηση της Δημοκρατίας μέσω μιας δίχρονης μεταβατικής περιόδου».
«Εκείνο που διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις χώρες της Ιβηρικής», πρόσθεσε η Λίνα Μενδώνη, «είναι η ταχύτητα της μετάβασης. Από τις 24 Ιουλίου 1974, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφει στην Αθήνα και αναλαμβάνει την ευθύνη της διακυβέρνησης υπό συνθήκες πραγματικά χαώδεις, έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, έχουν διεξαχθεί εκλογές και δημοψήφισμα για το Πολιτειακό. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, τον Ιούνιο του 1975, τίθεται σε ισχύ το νέο Σύνταγμα και σχεδόν τρεις μήνες μετά έχει ολοκληρωθεί η δίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος. Έχει συντελεστεί συνεπώς όχι μόνο η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αλλά και η εκκαθάριση του σκοτεινού παρελθόντος. Και μάλιστα, όπως σωστά έχει επισημανθεί, η νεογέννητη Δημοκρατία δεν σαρώνει μόνο την κληρονομιά των Απριλιανών, αλλά και τα θεσμικά κατάλοιπα της μεταπολεμικής Ελλάδας, το σύνολο των νομικών πράξεων που νόθευαν το συνταγματικό κεκτημένο. Κορωνίδα όλων, η απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και η αποδοχή των αριστερών κομμάτων και όλων των πολιτών ως ισότιμων στο δημοκρατικό παιχνίδι. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ καταδείχνει την απόφαση προσωπικά του Καραμανλή αλλά και συνολικά του πολιτικού κόσμου να συντελεστεί ευρύτατη πολιτική αλλαγή στη χώρα, η οποία επούλωνε τις πληγές και του Εμφυλίου και της Χούντας».
Αναφερόμενη στο περιεχόμενο της έκθεσης, η Λίνα Μενδώνη τόνισε ότι «το βαθύ τραύμα της επτάχρονης δικτατορίας, η αντίσταση, ατομική και συλλογική, και η ανάδυση και η στερέωση της Δημοκρατίας από το 1974, είναι γνωστό σε όλους ότι άφησε ένα βαθύ αποτύπωμα στις Τέχνες και τα Γράμματα. Η καλλιτεχνική έκφραση στη Χούντα στάθηκε αναντικατάστατος δίαυλος έκφρασης της αντίθεσης στο στρατοκρατικό καθεστώς και των μεθόδων του, σπάζοντας, όπου ήταν δυνατόν, τον ζόφο και μεταφέροντας το μήνυμα της αναγκαιότητας της καθολικής αποδοκιμασίας της Δικτατορίας με κάθε πρόσφορο μέσο».
Το πλήρες κείμενο του χαιρετισμού της Υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη:
Κυρία Πρόεδρε της Δημοκρατίας,
Με χαρά σας υποδεχόμαστε για μια ακόμα φορά στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, που σήμερα ανοίγει τις πύλες σε μια εμβληματική έκθεση, η οποία έρχεται να τιμήσει ένα μεγάλο ορόσημο. Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, η ομαλότερη περίοδος πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού βίου της νεότερης ιστορίας μας, κλείνει μισό αιώνα ζωή. Επέτειος ιδιαίτερα σημαντική με έντονο πανηγυρικό αλλά και συμβολικό χαρακτήρα. Επέτειος που επιβάλλει αποτιμήσεις για το παρελθόν αλλά και στοχασμό για το μέλλον, για τον προσανατολισμό της πατρίδας μας στον ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο.
Το πραγματολογικό συγκείμενο της κατάρρευσης της επτάχρονης Δικτατορίας των Συνταγματαρχών και της παλινόρθωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος έχει μελετηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από παλαιότερες και νέες γενιές κοινωνικών επιστημόνων και ιστορικών. Υπάρχει όμως ένα πολύ μεγάλο περιθώριο για νέες προσεγγίσεις και ιδιαίτερα όσον αφορά τη διεθνική πρόσληψη της μετάβασης από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία.
Πράγματι, η γέννηση της Μεταπολίτευσης το καλοκαίρι του 1974 δεν αποτελούσε μεμονωμένη περίπτωση, παρά τις ιδιαιτερότητές της, με κυριότερη την κατάρρευση της Χούντας υπό το βάρος της κυπριακής τραγωδίας. Την ίδια περίπου εποχή, στην Ιβηρική Χερσόνησο ομόλογα αυταρχικά καθεστώτα –που υπήρξαν σαφώς μακροχρόνια ως υπολείμματα του Μεσοπολέμου– μετρούσαν τους τελευταίους μήνες της ζωής τους. Η Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία, τον Απρίλιο του 1974, είχε βάλει τη χώρα σε τροχιά επαναφοράς στη Δημοκρατία. Στην Ισπανία, ο θάνατος του Φράνκο το επόμενο έτος έδωσε την πρωτοβουλία των κινήσεων στον Χουάν Κάρλος, ο οποίος, σε συνεννόηση με τον πολιτικό κόσμο, έδωσε αποφασιστική ώθηση στην αναγέννηση της Δημοκρατίας μέσω μιας δίχρονης μεταβατικής περιόδου.
Εκείνο που διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις χώρες της Ιβηρικής είναι η ταχύτητα της μετάβασης. Από τις 24 Ιουλίου 1974, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιστρέφει στην Αθήνα και αναλαμβάνει την ευθύνη της διακυβέρνησης υπό συνθήκες πραγματικά χαώδεις, έως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, έχουν διεξαχθεί εκλογές και δημοψήφισμα για το Πολιτειακό. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, τον Ιούνιο του 1975, τίθεται σε ισχύ το νέο Σύνταγμα και σχεδόν τρεις μήνες μετά έχει ολοκληρωθεί η δίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος. Έχει συντελεστεί συνεπώς όχι μόνο η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αλλά και η εκκαθάριση του σκοτεινού παρελθόντος. Και μάλιστα, όπως σωστά έχει επισημανθεί, η νεογέννητη Δημοκρατία δεν σαρώνει μόνο την κληρονομιά των Απριλιανών, αλλά και τα θεσμικά κατάλοιπα της μεταπολεμικής Ελλάδας, το σύνολο των νομικών πράξεων που νόθευαν το συνταγματικό κεκτημένο. Κορωνίδα όλων, η απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και η αποδοχή των αριστερών κομμάτων και όλων των πολιτών ως ισότιμων στο δημοκρατικό παιχνίδι. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ καταδείχνει την απόφαση προσωπικά του Καραμανλή αλλά και συνολικά του πολιτικού κόσμου να συντελεστεί ευρύτατη πολιτική αλλαγή στη χώρα, η οποία επούλωνε τις πληγές και του Εμφυλίου και της Χούντας.
Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της μετάβασης στη Δημοκρατία δεν ήταν απολύτως αισθητές στη συγχρονία τους. Όμως δεν άργησε η μετάβαση αυτή να αναγνωριστεί ως υποδειγματική, αλλά και ως το σημαντικότερο ίσως επίτευγμα της πολιτικής πορείας του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αντίθετα, στην Πορτογαλία, η μετάβαση περνά από κλυδωνισμούς, ενώ στην Ισπανία απαιτεί περισσότερο χρόνο και λεπτότερους χειρισμούς. Εντοπίζονται, όμως, και ομοιότητες. Καταρχάς, η μετάβαση συντελείται εντός μιας άλλης μετάβασης, στην παγκοσμιοποίηση, που αναδύεται και επιταχύνεται ραγδαία τη δεκαετία του 1970. Και στις τρεις χώρες εκφράζεται, με περισσότερες ή λιγότερες δόσεις ριζοσπαστικότητας, το καθολικό αίτημα για οριστική ταφή του ανελεύθερου και καταπιεστικού παρελθόντος και στερέωση ενός βιώσιμου δημοκρατικού καθεστώτος, που συνοδεύεται με διαρκή επαγρύπνηση, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, για τυχόν αυταρχική υποτροπή.
Αργότερα, τη μετάβαση και την οριστική ενδυνάμωση και στερέωση του δημοκρατικού κεκτημένου ήρθε να επικυρώσει η εκλογή σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στην Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ισπανία, το 1976, το 1981 και το 1982 αντίστοιχα. Την αποκατάσταση της Δημοκρατίας επισφράγιζε, πλέον, η αδιατάρακτη εναλλαγή κυβερνήσεων εξουσίας μέσω εκλογών, η πρώτη μετά από δεκαετίες, και μάλιστα μεταξύ κομμάτων με σαφείς διαφορές στον προγραμματικό τους λόγο. Οριστικό επιστέγασμα της ισχυρής δημοκρατικής πορείας των τριών χωρών αποτελεί η ενσωμάτωσή τους τότε στην ευρωπαϊκή κοινότητα, που θωρακίζει την κοινοβουλευτική ομαλότητα και διανοίγει νέες προοπτικές για τις ίδιες τις χώρες και τους πολίτες της.
Κυρία Πρόεδρε, όλα αυτά εικονοποιούνται στα 136 εικαστικά έργα των 55 καλλιτεχνών μεταξύ τους οι επιφανέστεροι Έλληνες δημιουργοί της περιόδου.
Το βαθύ τραύμα της επτάχρονης δικτατορίας, η αντίσταση, ατομική και συλλογική, και η ανάδυση και η στερέωση της Δημοκρατίας από το 1974, είναι γνωστό σε όλους ότι άφησε ένα βαθύ αποτύπωμα στις Τέχνες και τα Γράμματα. Η καλλιτεχνική έκφραση στη Χούντα στάθηκε αναντικατάστατος δίαυλος έκφρασης της αντίθεσης στο στρατοκρατικό καθεστώς και των μεθόδων του, σπάζοντας, όπου ήταν δυνατόν, τον ζόφο και μεταφέροντας το μήνυμα της αναγκαιότητας της καθολικής αποδοκιμασίας της Δικτατορίας με κάθε πρόσφορο μέσο.
Η Τέχνη υπήρξε η αυθεντική έκφραση όλων των συναισθημάτων. Του πόνου, ψυχικού και πολλές φορές σωματικού, βιωμένου κατά μόνας αλλά και συλλογικά, που προκάλεσε η τυραννία. Της οργής, ακόμη και της αμηχανίας για την παράτασή της δικτατορικής ανωμαλίας, που στην περίπτωση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας ήταν μακρόχρονη. Της ελπίδας, που δεν έσβησε ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές της καταπίεσης και μετατράπηκε σε κίνητρο για αντίσταση.
Η σύλληψη των τριών χωρών ως μιας χαλαρής οντότητας με πολλά κοινά, του Ευρωπαϊκού Μεσογειακού Νότου, βρίσκει τις ρίζες της στην κοινή εμπειρία της δημοκρατικής μετάβασης αλλά και στην παράλληλη πορεία προς την ευρωπαϊκή οικογένεια. Όχι μόνο οι χώρες μας, αλλά κυρίως εμείς, οι πολίτες, ήρθαμε πιο κοντά και συνειδητοποιήσαμε τα κοινά βιώματα μέσω της διαμορφωτικής εμπειρίας της μετάβασης. Και αυτό άνοιξε το δρόμο της καλύτερης γνωριμίας και των πυκνότερων επαφών στο επίπεδο των ανταλλαγών στο πεδίο του Πολιτισμού και της κοινωνικής ζωής.
Η διοργάνωσή της έκθεσης αυτής προφανώς αποτελεί πρωτοβουλία αλλά και κατά κάποιον τρόπο υποχρέωση της Εθνικής Πινακοθήκης. Η Πινακοθήκη, στην παρούσα στέγη της, είναι σχεδόν συνομήλικη της Μεταπολίτευσης. Για την ακρίβεια, κατά τι νεότερη, καθώς το κτίριο των Δημήτρη Φατούρου και Παύλου Μυλωνά ανοίγει τις πύλες του, παρουσία του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, τον Μάιο του 1976. Για να κλείσει πριν από μερικά χρόνια, να ανακαινιστεί και να αποκατασταθεί ριζικά και να υποδεχθεί ανανεωμένο το κοινό 45 χρόνια αργότερα, το 2021, με τη δική σας παρουσία, αποτελώντας το κορυφαίο γεγονός της επετείου των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Η ιστορία της Εθνικής Πινακοθήκης στη Μεταπολίτευση συμβαδίζει με αυτή της χώρας και το ίδρυμα γνωρίζει, όπως και η Δημοκρατία, τη μεγαλύτερη ανάπτυξη και απήχησή του στην ίδια αυτή τη μακρά ομαλή περίοδο. Τίποτε, ασφαλώς, δεν είναι τυχαίο, η Τέχνη ανθίζει και αγγίζει όλο και μεγαλύτερα κοινά υπό τη Δημοκρατία και η Δημοκρατία ωριμάζει και βαθαίνει και μέσω της Τέχνης.
Στο πρόσωπο της Διευθύντριας της Πινακοθήκης Συραγώς Τσιάρα, που υπογράφει τη «Δημοκρατία», θα ήθελα να συγχαρώ αλλά και να ευχαριστήσω όλους τους συνεργάτες της που δούλεψαν με μεράκι, γνώση, φιλότιμο, αποτελεσματικότητα για να ανοίξει τις πύλες της αυτή η ξεχωριστή έκθεση. Στο πρόσωπο της προέδρου Όλγας Ματζαφού θα ήθελα να ευχαριστήσω το Διοικητικό Συμβούλιο και όλα τα μέλη του για τη διαρκή στήριξη που παρέχεται στη διευθύντρια και στο προσωπικό για να κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Είμαι βέβαιη ότι η καλλιτεχνική κοινότητα, αλλά και το ευρύ κοινό θα την υποδεχθούν με τεράστιο ενδιαφέρον και θα την αγκαλιάσουν.