Ο ταμπουράς του Ιωάννη Μακρυγιάννη αποτελεί ένα εμβληματικό κειμήλιο στις Συλλογές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου (ΕΙΜ).
Δωρήθηκε το 1926 στο ΕΙΜ μαζί με τα όπλα, τις φορεσιές και τα προσωπικά αντικείμενα του Αγωνιστή, από τον, μεγάλης ηλικίας και μοναδικό εναπομείναντα στη ζωή τότε, γιο του. Σύμφωνα με την καταγραφή του ημερολογίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, στις 14 Οκτωβρίου του 1926, «ο υποστράτηγος κύριος Χρήστος Ι. Μακρυγιάννης εδώρησε τα κάτωθι αυτού κειμήλια με την περιλαμβάνουσα αυτά προθήκην». Ακολουθεί η αριθμητική καταγραφή και η απέριττη περιγραφή τους. Στον αριθμό 12 αναφέρει: «Εις ταμπουράς τον οποίον ο στρατηγός Ιωαν. Μακρυγιάννης έπαιζε άδων αρματωλικά τραγούδια κατά το στρατιωτικόν αυτού στάδιον».
Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια και το μοναδικό αυτό μουσικό όργανο, αφού συντηρήθηκε από τον συντηρητή-οργανοποιό κύριο Νίκο Φρονιμόπουλο, απόκτησε ξανά φωνή. Ο ταμπουράς αποκαταστάθηκε ώστε να είναι λειτουργικός και ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 εκτίθεται στη Μόνιμη Έκθεση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Το 2010 εκδόθηκε από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο η ιδιαίτερα αναλυτική μελέτη αποκατάστασης του ταμπουρά που έγινε από τον συντηρητή του με τίτλο Ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη και η οργανοποιία του Λεωνίδα Γαΐλα. Στην έκδοση αυτή, ο κύριος Φρονιμόπουλος πρόσθεσε ένα καινούργιο συναρπαστικό στοιχείο στην ιστορία του μουσικού οργάνου: το όνομα του κατασκευαστή του. Ο καθαρισμός του μουσικού οργάνου αποκάλυψε μέσα σε δάφνινο στεφάνι πάνω από την ακουστική τρύπα τα αρχικά Λ.Γ. ενώ κάτω από τον καβαλάρη αποκαλύφθηκαν τα αρχικά του Αγωνιστή. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1985, είχε εκδοθεί σε επιμέλεια της αρχαιολόγου και ιστορικού τέχνης Αριστέας Παπανικολάου-Κρίστενσεν το λεύκωμα με τίτλο Έργα Δανών Καλλιτεχνών. Ανάμεσά τους και τα δύο ζωγραφικά σχέδια που ο Μάρτιν Ρέερμπυ (1803-1848) είχε φιλοτεχνήσει με θέμα τον «Λεωνίδα Γαΐλα από την Αθήνα, κατασκευαστή μπουζουκιών» (Leonida Gaila da Athina, Fabricattore di bossuchi).
Στα σχέδια των ταμπουράδων που απεικονίστηκαν με μεγάλη λεπτομέρεια από τον καλλιτέχνη, κρεμασμένοι στο μικρό εργαστήρι του οργανοποιού, διακρίνονται οι διακοσμητικές και άλλες ομοιότητες που έχουν με τον ταμπουρά του Γ. Μακρυγιάννη που είναι και αυτός διακοσμημένος με ολόιδιες πυρογραφίες. Τα αρχικά του ονόματος του οργανοποιού που έχουν διασωθεί πάνω στον ταμπουρά του Αγωνιστή οδήγησαν ώστε να αποδοθεί στον οργανοποιό του μικρού αυτού αθηναϊκού εργαστηρίου. Ο Δανός ζωγράφος Ρέερμπυ ταξίδεψε τον Οκτώβριο του 1835 στην Αθήνα. Στις 17 Νοέμβρη επισκέφθηκε το εργαστήρι του οργανοποιού και έγραψε στο ημερολόγιό του: «Έξω φυσούσε φοβερά, αλλά εγώ πέρασα ολόκληρο το πρωινό καθισμένος αναπαυτικά με ένα γέρο κατασκευαστή κιθάρας, τον οποίο σχεδίαζα μαζί με το εργαστήρι του όλο το πρωινό». Το εργαστήρι του γέρου, όπως φαίνεται στην εικόνα, πιθανώς Χιώτη οργανοποιού βρισκόταν στην Αθήνα, στην Πλάκα, κατά το έτος 1835.
Η μικρή συνωμοσία του σύμπαντος υπέρ της ανακάλυψης της ιστορίας του ταμπουρά του Μακρυγιάννη και του παλαιότερου γνωστού οργανοποιού των Αθηνών Λεωνίδα Γαΐλα δεν αρκέστηκε στο πειστήριο του ιδιαίτερα αποκαλυπτικού, όπως ερμηνεύτηκε από τον κύριο Ν. Φρονιμόπουλο, σχεδίου του Μάρτιν Ρέερμπυ. Το 2020 κατά τη διάρκεια της οργάνωσης της έκθεσης του ΕΙΜ με τίτλο «Ώρα Ελευθερίας. Τα ρολόγια των αγωνιστών του ’21», επισκέφθηκα τα Γενικά Αρχεία του Κράτους με στόχο να εντοπίσω διαθήκες Αγωνιστών του ’21, ερευνώντας αν υπήρχαν ρολόγια μεταξύ των πολύτιμων αντικειμένων που άφηναν στους κληρονόμους τους. Ανάμεσα στα ποικίλης φύσης έγγραφα εντόπισα στον φάκελο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Δασκαλόπουλου τη συμβολαιογραφική πράξη ενός ετησίου μισθωτηρίου στο οποίο φαίνεται ότι ο γνωστός σε εμάς κατασκευαστής του ταμπουρά του Μακρυγιάννη Λεωνίδας Γαΐλας ενοικίασε στα 1840 το μαγαζάκι του στην Πλάκα στον καπνοπώλη Ιωάννη Βασιλείου. Το όνομα του οργανοποιού, γνωστό από το σχέδιο του Δανού ζωγράφου που ακουστικά το έγραψε στα ιταλικά, γράφεται διαφορετικά στο μισθωτήριο. Ο οργανοποιός πρέπει να ήταν γνωστός ως Λεώνης Γκαΐλου όπως γράφεται το όνομά του από τον συμβολαιογράφο που δεν παραλείπει σε διαφορετικό σημείο του μισθωτηρίου να τον αναφέρει και ως Λεωνίδα Γκαΐλον. Την κατάληξη του επιθέτου του σε -ος και όχι σε -ας επιβεβαιώνει και η υπογραφή του ιδίου στο τέλος του εγγράφου ως Λεόνης Γαΐλου. Επίσης από το ίδιο έγγραφο προκύπτει ότι στα 1840, πέντε χρόνια μετά την επίσκεψη του Δανού ζωγράφου στο εργαστήρι του, ο μεγάλης ηλικίας οργανοποιός αποσύρθηκε από το επάγγελμά του και βιοποριζόταν νοικιάζοντας το μαγαζάκι στο οποίο στέγαζε κάποτε την τέχνη του, με το ποσό των εκατόν τριάντα δραχμών ετησίως. Φιγούρα χαρακτηριστική της Οθωνικής Αθήνας, πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ο χιώτικης καταγωγής οργανοποιός, όπως το όνομα αλλά και η ενδυμασία του φανερώνει, ήταν ο άνθρωπος που κατασκεύαζε κατά παραγγελία τα έγχορδα μουσικά όργανα των Αθηναίων, τους ταμπουράδες, τις λύρες και τα λαϊκά βιολιά. Στο σχέδιο ωστόσο ο οργανοποιός φαίνεται να κρατά με περισσή φροντίδα πάνω στον πάγκο του μια μικρή κιθάρα, πιθανώς εισαγόμενο είδος που μόλις τότε ίσως να κατακτούσε θέση στις προτιμήσεις των Αθηναίων, προοικονομώντας τη δημιουργία του είδους της αθηναϊκής καντάδας που κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα έδωσε το δικό της μοναδικό χρώμα στη μουσική ζωή της πόλης, μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το έγγραφο αυτό που ανέλπιστα εντοπίστηκε στα ΓΑΚ σχεδόν σκηνογραφικά κλείνει την αυλαία, αποκαλύπτοντας την τελευταία σκηνή από την ενοικίαση του εργαστηρίου και τη λήξη του επαγγελματικού βίου του Λεωνίδα Γαΐλα. Ως τεκμήριο της μεταβατικής εκείνης περιόδου για την Αθήνα που διένυε με ρυθμούς πυρετώδους αναδόμησης την πρώτη πενταετία της ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το μικρό εργαστήρι του οργανοποιού μας στην Πλάκα ενοικιάστηκε, πιθανώς για να μετατραπεί σε καπνοπωλείο, όπως υποθέτουμε από την επαγγελματική ιδιότητα του ενοικιαστή του.
Η μεταγραφή του εγγράφου αυτού, που παρουσιάζεται εδώ μαζί με την εικόνα του πρωτοτύπου του, έγινε με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ευρύτερα από τους ιστορικούς, τους αθηναιογράφους αλλά και από τους μελετητές της νεοελληνικής οργανοποιίας του 19ου αιώνα.
«Ἐνώπιον ἐμοῦ τοῦ συμβολαιογράφου Ἀθηνῶν κυρίου Κωνσταντίνου Δασκαλοπούλου κατοίκου τῆς πόλης ταύτης, καὶ ἐπὶ παρουσία τῶν κατωτέρω ὀνομαζομένων καὶ προεγγεγραμμένων μαρτύρων ἐνεφανίσθη ὁ κύριος Λεώνης Γκαΐλου ὀργανοποιὸς καὶ ὁ Ἰωάννης Βασιλείου Καπνοπώλης κάτοικοι Ἀθηνῶν, γνωστοί μου, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν ὅτι ὁ πρῶτος ἐνοικίασε στὸν δεύτερο τὸ ἐν τῇ πόλῃ ταύτην κατὰ τὴν Πλάκα μαγαζάκι του διὰ ἕν ἔτος ὁλόκληρο ἀρχόμενου ἀπὸ τῆς πρώτης τοῦ ἐνεστῶτος μηνὸς καὶ λήγειν τὴν πρώτη Ἰανουαρίου τοῦ ἐρχομένου ἔτους τῶν χιλίων οκτακοσίων τεσσαρακοστοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἀμοιβαίως συμφωνηθὲν ποσὸν τῶν ἑκατὸν τριάντα δραχμῶν ἤτοι 130 διὰ τὸ ὅλο ἔτος τὰς ὁποίας ὁ ἐνοικιαστὴς ὑπόσχεται νὰ προπληρώνει εἰς τὸν ἐνοικιάζοντα κύριον Λεωνίδα Γκαΐλον. Ὁ κος Ἰωάννης Βασιλείου ἅμα παρέλθει ἡ συμφωνηθεῖσα ὡς ἀνωτέρω προθεσμίαν τῆς ἐνοικιάσεως, νὰ ἐκκενώσει τὸ μαγαζίον καὶ νὰ παραδώσει αὐτὸ εἰς τὸν ἰδιοκτήτην του ὡς τὸ παρέλαβεν χωρὶς παραμικρᾶς ἀναβολῆς ἢ ἐναντιώσεως. Οὕτω συμφωνηθέντων τῶν μερῶν συντάχθη τὸ παρὸν τὸ ὁποῖο ἀναγνώσθη εὐκρινῶς καὶ μεγαλοφώνως ἐνώπιον αὐτῶν καὶ τῶν μαρτύρων κυρίου Πανταλέοντος Νικολάου ναυτικοῦ, καὶ Γεωργίου Παναγιώτου Σκουζὲ κατοίκων ἀμφοτέρων εἰς Ἀθήνας γνωστῶν μου καὶ ὑπεγράφη παρ’ όλων τούτων καὶ ἐμοῦ του συμβολαιογράφου».
Νικολέττα Ζυγούρη
Ιστορικός – Επιμελήτρια Εθνικού Ιστορικού Μουσείου