Το Ελληνορωμαϊκό Μουσείο στην Αλεξάνδρεια άνοιξε τις πύλες του για το κοινό έπειτα από εκτεταμένες εργασίες ανάπλασης, που κράτησαν 18 χρόνια.
Η ιδέα της ίδρυσης του Μουσείο εκφράστηκε το 1891, όταν ο Ιταλός αρχαιολόγος Τζουζέπε Μπότι σκέφτηκε να διαθέσει έναν χώρο για τη στέγαση των αρχαιολογικών ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν στην Αλεξάνδρεια, με τρόπο που θα διατηρούσε την ιδιαίτερη ιστορία της πόλης, δεδομένου ότι τα ευρήματα αυτά φυλάσσονταν αρχικά στο Μουσείο Boulaq στο Κάιρο.
Στη συνέχεια, οι μηχανικοί Dietrich και Sténon έχτισαν το σημερινό ελληνοπρεπές κτήριο του Μουσείου. Το Μουσείο λειτούργησε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Χεδίβη Αμπάς Χέλμι ΙΙ στις 26 Σεπτεμβρίου 1895.
Το Μουσείο έκλεισε το 2005 ώστε να ξεκινήσει το έργο αποκατάστασης. Το έργο τελικά ξεκίνησε το 2009, αλλά σταμάτησε το 2011 λόγω έλλειψης πόρων. Οι εργασίες συνεχίστηκαν το 2018 και, με την πρόσφατη ολοκλήρωσή τους, το Μουσείο είναι πλέον ανοικτό.
Οι εργασίες αποκατάστασης περιλάμβαναν συντήρηση των τοίχων και ενίσχυσή τους με σιδηροκατασκευή, αποκατάσταση της κλασικής πρόσοψης του μουσείου, καθώς και αντικατάσταση των συστημάτων φωτισμού και επιτήρησης. Μια επιπλέον αίθουσα έχει διαμορφωθεί ως γυψοθήκη – χώρος έκθεσης γύψινων εκμαγείων αρχαιοτήτων μερικές από τις οποίες βρίσκονται στη μόνιμη έκθεση. Το μουσείο περιλαμβάνει επίσης ένα εκπαιδευτικό τμήμα, ένα μουσειακό αρχείο, μια βιβλιοθήκη με τμήμα σπάνιων συλλογών, αποθήκες και εργαστήρια συντήρησης.
Το έργο περιλάμβανε επίσης τη βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχονται στους επισκέπτες, καθώς το μουσείο απέκτησε χώρους αναψυχής και πωλητήριο. Εξασφαλίστηκε τέλος, η πλήρης προσβασιμότητα για τα ΑΜΕΑ, με την προσθήκη ειδικών χώρων υγιεινής, ανελκυστήρων και με ειδική μέριμνα για την πρόσβαση στους χώρους εκπαίδευσης του Μουσείου.
Το Μουσείο περιλαμβάνει 6.000 αντικείμενα. Οι εκθεσιακές ενότητες καλύπτουν περιοχές από την ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου γενικά και της Αλεξάνδρειας ειδικότερα.
Στο ισόγειο υπάρχουν 27 αίθουσες με αρχαιότητες τοποθετημένες με χρονολογική σειρά, ξεκινώντας από την εποχή πριν από τον Μέγα Αλέξανδρο (5ος αι. π.Χ.) έως τη Βυζαντινή εποχή (6ος αι. μ.Χ.). Στο ισόγειο βρίσκονται επίσης τα εργαστήρια συντήρησης και οι αποθήκες του μουσείου.
Ο ημιώροφος περιλαμβάνει τέσσερις αίθουσες: την αίθουσα μουσειακής εκπαίδευσης, την αίθουσα αρχείων, τη γυψοθήκη και το αναγνωστήριο-βιβλιοθήκη.
Τέλος, στον πρώτο όροφο ξεδιπλώνεται η μόνιμη έκθεση σύμφωνα με θεματική ταξινόμηση. Υπάρχουν αίθουσες αφιερωμένες στον Νείλο, την Αγορά, την Κόκκινη Γη (έρημος), τη βιομηχανία και το εμπόριο, τη νομισματική και την οικονομία, την αλεξανδρινή τέχνη, το Βουβάστειον, τη θέση Kom el-Shoqafa, την αλεξανδρινή γλυπτική. Εδώ υπάρχουν επίσης το καφεστιατόριο, η βιβλιοθήκη που περιλαμβάνει και συλλογή σπάνιων βιβλίων, η αίθουσα διαλέξεων και το πωλητήριο.
Οι διοικητικές υπηρεσίες του μουσείου στεγάζονται σε δεύτερο, νεότερο κτήριο.
Για να αναδείξει το πνευματικό και καλλιτεχνικό κράμα μεταξύ του αρχαίου αιγυπτιακού, του ελληνικού, του ρωμαϊκού, του κοπτικού και του βυζαντινού πολιτισμού, η μόνιμη έκθεση καλύπτει θέματα όπως το κυρίαρχο κράτος και η πολιτική ζωή στην Αίγυπτο κατά την Πτολεμαϊκή και τη Ρωμαϊκή εποχή, η ελληνική και ρωμαϊκή καθημερινή ζωή στην Αλεξάνδρεια, καθώς και η θρησκεία και η λατρεία στην Ελληνική και τη Ρωμαϊκή εποχή. Όλα τα παραπάνω έχουν καταστεί δυνατά χάρη στην ειδική έκθεση γνωστών και διακεκριμένων συλλογών του Ελληνορωμαϊκού Μουσείου.
Η μόνιμη έκθεση αναδεικνύει επίσης την Αλεξάνδρεια ως φάρο των επιστημών και χώρο διαλόγου διαφορετικών πολιτισμών, καθώς αποτέλεσε προορισμό για τους λόγιους και τους φιλοσόφους του αρχαίου κόσμου.
Η αιγυπτιακή τέχνη καθώς και το εμπόριο έχουν επίσης ιδιαίτερη θέση στο Μουσείο μέσω της έκθεσης ειδικών αντικειμένων από ελεφαντόδοντο και φαγεντιανή, οστών, κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων τα οποία ήταν διαδεδομένα σε όλη την Αίγυπτο κατά την αρχαιότητα, ενώ αποτελούσαν και προϊόντα ανταλλαγής.
Η έκθεση παρουσιάζει επίσης τη δογματική εξέλιξη των ταφικών εθίμων στην Ελληνική και Ρωμαϊκή εποχή μέσα από μούμιες, φυλαχτά, κανωπικά αγγεία, επιτύμβιες στήλες, πορτρέτα Φαγιούμ και σαρκοφάγους, στις διάφορες εποχές που πέρασε η Αλεξάνδρεια ειδικότερα και η Αίγυπτος γενικότερα. Η βυζαντινή και η κοπτική τέχνη προβάλλονται επίσης μέσα από διακριτικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα (ζωφόρους, διακοσμήσεις οροφής, βάσεις κιόνων, κιονόκρανα, ταπισερί και νομίσματα).