Η μονή αυτή είχε καθοριστική ιστορική παρουσία κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, ως το σημαντικότερο καθίδρυμα της Ιεράς Μητρόπολης Λαρίσης και έπαιξε σημαντικό ρόλο τόσο στη θρησκευτική όσο και στην κοινωνική και πολιτική ζωή της εποχής. Η έρευνα διενεργείται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λάρισας υπό τη διεύθυνση της Σταυρούλας Σδρόλια, με τη συμμετοχή προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με υπεύθυνο τον διδάσκοντα Ιωάννη Τσιουρή.
Ο χώρος εντοπίστηκε ύστερα από υπόδειξη του κατοίκου του χωριού Απόστολου Βαΐτση, ενώ οι ιδιοκτήτες των αγρών Κωνσταντίνος Καλτσάς και Βασιλική Βαΐτση έδωσαν την άδεια για τις απαραίτητες εργασίες.
Μετά την αφαίρεση των λιθοσωρών που κάλυπταν τον χώρο, εντοπίστηκε σχεδόν επιφανειακά το τριμερές ιερό της εκκλησίας, στο οποίο η κεντρική κόγχη είναι ημικυκλική και οι δύο πλευρικές τρίπλευρες. Από το μέγεθος του ναού (πλάτος περίπου 12μ.) και τα πρώτα ευρήματα, κυρίως κεραμική, φαίνεται ότι ο ναός είναι σημαντικός και ανήκει στην υστεροβυζαντινή περίοδο, εποχή ακμής της μονής του Αγίου Δημητρίου των Μαρμαριανών. Επειδή τα κτιριακά κατάλοιπα χρήζουν περαιτέρω έρευνας, οι δύο φορείς σχεδιάζουν την υποβολή αιτήματος για ερευνητικό πρόγραμμα στο Υπουργείο Πολιτισμού.
Στην οργάνωση της έρευνας συνέβαλε με καίριο τρόπο ο Αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Κλεάνθης Συρακούλης, ο οποίος κατάγεται από τη Μαρμαρίνη. Σημαντική, επίσης, ήταν η βοήθεια της προέδρου της τοπικής κοινότητας κ. Ευαγγελίας Νάστου.
Τέλος, μεγάλη υπήρξε η συμβολή του Δήμου Αγιάς και του δημάρχου Αντώνη Γκουντάρα, ο οποίος από την αρχή αγκάλιασε το όλο εγχείρημα και παρείχε τη φιλοξενία και διατροφή των φοιτητών/τριών καθώς και κάθε δυνατή διευκόλυνση.