Skip to main content

Μια ελπιδοφόρα (;) ταινία για το θάνατο

Με βραβείο σεναρίου από το Φεστιβάλ Βερολίνου έρχεται το πολυαναμενόμενο «Πριν το τέλος» του Ματίας Γκλάισνερ

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Ανάμεσα σε ένα νέο κυκεώνα κυκλοφοριών (εννέα ταινίες κάνουν έξοδο αυτή την εβδομάδα), το «Πριν το τέλος» του Ματίας Γκλάισνερ ξεχωρίζει με διαφορά, επικυρώνοντας τη δίκαιη βράβευση για το σενάριο του στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου – και δεν ήταν λίγοι αυτοί που έγραψαν πως έπρεπε να είχε φύγει από εκεί με τη Χρυσή Άρκτο.

Και η αλήθεια είναι πως είναι μια τέτοια, μεγαλόπνοη ταινία που θα δικαιολογούσε μια τέτοια τιμή – μια ταινία τόσο προσεκτικά γραμμένη και σκηνοθετημένη, τόσο επιδέξια διεισδυτική αλλά και τόσο αβανταδόρικη συνάμα, που μοιάζει να εκπληρώνει όλες αυτές τις προϋποθέσεις. Το θέμα είναι πως αυτές οι προϋποθέσεις πολλές φορές βάζουν φραγμό στο δρόμο για εκείνο το μεγαλείο των πραγματικά σπουδαίων μα και «ενοχλητικών» ταινιών, εκείνων που δεν έχουμε ξεχάσει, ακόμη κι αν το έχουμε προσπαθήσει.

Μια τέτοια ταινία ήταν η αριστουργηματική «Ελεύθερη βούληση» που ο ίδιος ο Γκλάισνερ γύρισε πριν 21 χρόνια. Γνωρίζουμε δηλαδή και τα όρια της σκηνοθετικής του ικανότητας, αλλά και αυτά της βαθιά ανθρώπινης ματιάς του – ανθρώπινη στα όρια του αβάσταχτου. Σήμερα, ο σκηνοθέτης δείχνει πολύ πιο προσεκτικός με αυτά τα όρια, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως ο πραγματικός τίτλος της – τρίωρης  – νέας ταινίας του είναι «Πεθαίνοντας». Ένας γενναίος αιθουσάρχης θα μπορούσε να προβάλει αυτό παρέα με το «Amour» του Χάνεκε και το «Vortex» του Γκασπάρ Νοέ, αλλά το σενάριο εδώ έχει άλλες φιλοδοξίες. Στο επίκεντρο, μια πλήρως αποξενωμένη οικογένεια. Ο γιος, μέγας μαέστρος που δουλεύει διαρκώς πάνω σε μια μοντέρνα σύνθεση που λέγεται… «Πεθαίνοντας», γραμμένη από έναν μανιοκαταθλιπτικό συνθέτη που φλερτάρει διαρκώς με την αυτοκτονία καθώς το επικείμενο κονσέρτο κοντοζυγώνει. Η κόρη, βυθισμένη στο αλκοόλ μέρα – νύχτα, αφήνεται μονίμως στα λάθος χέρια. Ο πατέρας μετράει μέρες, χτυπημένος από τη νόσο του Πάρκινσον. Και η μητέρα όμως γνωρίζει πως της απομένει λίγος χρόνος, και ίσως γι’ αυτό βρίσκει το θάρρος να ομολογήσει στο γιο της πως δεν τον αγάπησε ποτέ.

Οι προετοιμασίες για το κονσέρτο είναι και αυτές που αποτελούν τη σημειολογική «μαγιά» που ενώνει όλες αυτές τις ιστορίες (που χωρίζονται κάπως αχρείαστα σε κεφάλαια), και ευτυχώς που τις ενώνει γιατί αυτή της κόρης, για παράδειγμα, δείχνει λιποβαρής σε σχέση με ό,τι την περικυκλώνει δραματουργικά. Ο συνθέτης, μέσα στο φιλμ, ακούγεται να αναζητά τη «λεπτή γραμμή», αυτή που ορίζει δηλαδή την προσβασιμότητα ενός έργου τέχνης, δίχως να χάνεται ο χαρακτήρας του. Ο Γκλάισνερ μάλλον θα προτιμούσε να κάνει μια ταινία μονάχα για τον γιο: Στους τίτλους τέλους, αφού δηλαδή έχει ήδη αφιερώσει την ταινία στην οικογένεια του, διαβάζουμε «στο ρόλο του πατέρα μου, ο Χανς-Ούβε Μπάουερ», για να μη μας μείνει καμία αμφιβολία. Και το «Πριν το τέλος» είναι μια μαύρη, ενίοτε χιουμοριστική αλλά και ανθρώπινη ταινία, που δε μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο – ελπιδοφόρα δια της ύπαρξης της και μόνο (φράση που επίσης ακούγεται στην ταινία). Που ταυτόχρονα, παρά το θέμα και τη διάρκεια της, δε φιλοδοξεί να «σοκάρει» τους καημένους τους αστούς, ούτε όμως και να μας προκαλέσει.