Skip to main content

Μια «ασφαλής» Χιονάτη

Τζάμπα όλο το «σούσουρο» για το τελευταίο πόνημα της Ντίσνεϊ

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Οι πρώτες αντιδράσεις για την επερχόμενη «Χιονάτη» των στούντιο Disney ήταν ακραίες, δεδομένου πως θα περιμέναμε δυο χρόνια εντέλει μέχρι η ταινία να βγει στις αίθουσες – αλλά αναμενόμενες.

Οι δηλώσεις συντελεστών περί «προβληματικού» μύθου (ήταν η εποχή που ο όρος «πολιτική ορθότητα» είχε μόλις πάψει να λειτουργεί τρομοκρατικά – ή αλλιώς, εξουσιαστικά) είχαν εξοργίσει πολλούς – συμπεριλαμβανομένων και των απογόνων της αρχικής ταινίας του 1937. Υποπτεύομαι πως προηγήθηκαν πολλές «επιδιορθώσεις» πριν την έξοδο της ταινίας – η οποία καθυστέρησε χαρακτηριστικά: Επρόκειτο να κυκλοφορήσει πριν ένα χρόνο! Και η αλήθεια είναι πως οι συντηρητικοί θεατές μάλλον θα έχουν λιγότερες αφορμές να γκρινιάξουν απ’ όσες περίμεναν: Οι επεμβάσεις στο μύθο δείχνουν ουσιαστικές (ο «πρίγκηπας» εδώ είναι ένας νεαρός ληστής που παίρνει το μέρος της Χιονάτης) αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ασφαλής, υπερ-θεαματική μεταφορά, πιστή στην αυθεντική ταινία αλλά, κυρίως, στο «μπραντ».

Σαφώς πιο επικεντρωμένη στο στόχο της, η πρώτη ταινία της Αντριάν Λαμπέντ με τίτλο «September says», η ιστορία δύο δεμένων αδελφών που ζουν στην επαρχία με τη μητέρα τους (έχοντας μόλις μετακομίσει εκεί μετά από ένα απροσδιόριστο, τραγικό συμβάν) και ζουν στον δικό τους, άκρως ιδιοσυγκρασιακό σύμπαν. Κινηματογραφημένο σε φιλμ, το δράμα αυτό χειρίζεται με φροντίδα και ευαισθησία την ιστορία των δυο κοριτσιών, ενώ ο ρεαλισμός των καταστάσεων δείχνει να χρωστά πολλά στη βρετανική σχολή του free cinema. Οι υποσχέσεις που αφήνει το πρώτο μέρος όμως δεν εκπληρώνονται, και η ταινία μοιάζει να κάνει κύκλους, μέχρι να οδηγηθούμε στο φασαριόζικο φινάλε που οδηγεί την ταινία στη σφαίρα του (παρα)ψυχολογικού θρίλερ.

Παράξενη ιστορία και το «Wishbone» της Πέννυς Παναγιωτοπούλου, σκηνοθέτιδας του εξαιρετικού «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου». Ήρωας εδώ, ο Κώστας, σεκιουριτάς επαρχιακού νοσοκομείου, που αναλαμβάνει τη κηδεμονία της ανιψιάς του, όταν ο αδελφός του πεθαίνει αιφνιδίως από ανεύρυσμα. Κάπου εκεί μπλέκεται σε ένα παράνομο κύκλωμα που θησαυρίζει μέσω καταγγελιών και μηνύσεων – μέχρι που ο ίδιος θα υποχρεωθεί να πάρει θέση. Ηθοποιός με χάρισμα και εκτόπισμα, ο Γιάννης Καράμπαμπας δίνει μια άκρως κινηματογραφική ερμηνεία, τον συνοδεύει αρμονικά ένα καλό καστ (Ευθαλία Παπακώστα, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Μυρτώ Αλικάκη), και η σκηνοθετική δεινότητα της Παναγιωτοπούλου είναι διαρκώς παρούσα. Όμως η μελοδραματική κορύφωση αφήνει ξεκρέμαστο το ειδικό βάρος της ιστορίας.

Χίλιες φορές προτιμότερο βέβαια από το «Locked», με Άντονι Χόπκινς (που μάλλον αποταμιεύει για τα εγγόνια του) και Πίτερ Σκάρσγκαρντ (που ακόμα δε με έχει πείσει πως διαθέτει κάποιο χάρισμα), όπου νεαρός κλέφτης «παγιδεύεται» στο πολυτελές, τηλεκατευθυνόμενο αμάξι ενός ηλικιωμένου – και πορωμένου – «εκδικητή της νύχτας». Διάλογοι που θα ακούγονταν κακοί και στο χειρότερο ελληνικό σίριαλ, εξωφρενικά αναληθοφανείς καταστάσεις, και γενικώς, ένα θρίλερ για γέλια.

Για τους μικρούς, υπάρχουν οι υπέροχες «Αναμνήσεις ενός σαλιγκαριού», γυρισμένες σε Claymation, όπου παρακολουθούμε την ιστορία της Γκρέις, που αποχωρίστηκε τον δίδυμο αδελφό της σε νεαρή ηλικία και ζει πλέον μια μοναχική ζωή, βυθισμένη στα βιβλία αλλά και στα… ζωάκια της. Θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη της στη ζωή μέσα από τη φιλία της με μια εκκεντρική ηλικιωμένη γυναίκα ονόματι Πίνκι. Ένα σύμπαν μοναδικό, ανάμεσα στο νατουραλισμό και τον εξπρεσιονισμό, ζωντανεύει μέσα από τη φαντασία του χαρισματικού Άνταμ Έλιοτ και το τελικό αποτέλεσμα είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς.