Skip to main content

Ιστορίες φοβισμένων γυναικών

Από τον ορυμαγδό των ταινιών που βγαίνουν αυτή την εβδομάδα, αυτές οι ιστορίες είναι που ξεχωρίζουν

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Αν είσαι κινηματογραφόφιλος είναι αδύνατο να μην ενθουσιαστείς με το χαρμάνι που φτιάχνει ο Μάγκνους Φον Χορν στο «Κορίτσι με τη βελόνα», ένα φιλμ εποχής που τοποθετείται χρονικά στη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ξεκινά με ένα εφιαλτικό μοντάζ προσώπων που θυμίζει κάτι από την «Περσόνα» του Μπέργκμαν και διαδραματίζεται σε μια μουντή, ασπρόμαυρη Δανία.

Στον τόπο αυτό, η Καρολίνε προσπαθεί να επιβιώσει όπως μπορεί: Ο άντρας της έχει χαθεί στον πόλεμο και εκείνη δοκιμάζει την τύχη της με έναν δημόσιο υπάλληλο, που της προσφέρει – φαινομενικά – τη στήριξη του, μέχρι που την εγκαταλείπει υπό την πίεση της μητέρας του, όταν εκείνη μένει έγκυος. Σα να μην έφταναν αυτά, ο χαμένος σύζυγος θα επιστρέψει, φρικτά παραμορφωμένος από τον πόλεμο. Παραπέμπει στις γκραβούρες του Φρίντριχ Βίλχελμ Χάινε το εφιαλτικό σύμπαν που αποτυπώνει με επιδεξιότητα η φωτογραφία, όμως ο Φον Χορν αφήνει το δώρο του κινηματογράφου να μεταμορφώσει τον εφιάλτη σε όνειρο: Προσέξτε πως αναπαριστά το στυλ της φημισμένης σταρ του βωβού, Κλάρα Μπόου, σε ένα κοντινό της ηρωίδας του, ενώ εκείνη παρακολουθεί μαγεμένη μια ταινία στο σινεμά. Η συνάντηση της οποίας με την Νταγκμάρ, μια δυναμική γυναίκα, αποφασισμένη να σώσει τα «μπάσταρδα» που κανένα ορφανοτροφείο δεν δέχεται, θα αποβεί καθοριστική και για εκείνη, και, προφανώς, για το δράμα – που κρύβει στο φινάλε του, μια αχτίδα φωτός.

«Η Τζουλί μένει σιωπηλή» ενώ ο προπονητής της στο τένις ανακρίνεται για μια υπόθεση αποπλάνησης ανηλίκου, και εμείς ξέρουμε το γιατί. Κι όμως, όταν το δράμα κορυφώνεται στην προτελευταία σεκάνς, το αίμα μας παγώνει – ακριβώς επειδή συνοδεύουμε την Τζουλί σε όλη αυτή τη σιωπή. Σινεμά της παρατήρησης, με δύναμη υπόγεια, παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές των αδελφών Νταρντέν λέγοντας όσα πρέπει να ειπωθούν, δίχως μελοδραματικούς υπερθεματισμούς και διδακτικά τσιτάτα. Και μια ιδανική επιλογή για εφηβικό σινεμά (αλήθεια, πόσο σπάνια βλέπουμε ταινίες για εφήβους στις αίθουσες).

Το «Λούλα Leblanc» του Στέργιου Πάσχου χωρίζεται ουσιαστικά σε δυο μέρη, ξεκινώντας από τις 26 Σεπτεμβρίου του 1999, όταν η έφηβη Μαργαρίτα αρνείται πεισματικά να συνοδεύσει τους έκπληκτους γονείς της στην κηδεία του Αλέκου, του παππού της. Ενώ αυτοί φεύγουν, εκείνη στήνει ένα μικρό πάρτι στο σπίτι. Το δεύτερο μέρος εξελίσσεται τρεις μέρες πριν, όταν ο Αλέκος συναντά ξανά τη Λούλα, τον πρώτο του έρωτα – και ένα υπέροχο καστ αναγνωρισμένων αλλά και νεότερων ηθοποιών (Θανάσης Παπαγεωργίου, Δανάη Νίλσεν, Μισέλ Βάλεϊ) μοιάζει να συντονίζεται απόλυτα με την ιδιότυπη, ευαίσθητη συχνότητα μιας ταινίας που σε συντροφεύει γλυκόπικρα, απ’ αυτές δηλαδή που δύσκολα ξεχνάς.

Σεναριακά δε θα βρείτε τίποτα το ενδιαφέρον στο «The last showgirl», όπου μια 50άρα χορεύτρια στο Λας Βέγκας χάνει ξαφνικά τη δουλειά της. Όμως το κλου είναι οι ερμηνείες – και κυρίως αυτή της Πάμελα Άντερσον, που πρωταγωνιστεί σε αυτό το ελαφρύ δράμα της Τζία Κόπολα, δίνοντας μια ερμηνεία που μοιάζει να μεταφέρει και πολλούς δικούς της καημούς – ως εκ τούτου, βρίσκει «κέντρο». Αν είχε γίνει μια εξίσου σοβαρή δουλειά στο δράμα, θα μπορούσε να είναι το γυναικείο «Wrestler» του Αρονόφσκι. Στοπ – καρέ στη Τζέιμι Λι Κέρτις που ενσαρκώνει τη μαμά της ηρωίδας.