Skip to main content

Μποτιλιάρισμα στις αίθουσες

Εννέα ταινίες αυτή την εβδομάδα, ακούω πως θα έχουμε δέκα την επόμενη, ας ρίξουμε μια ματιά στις πέντε εκείνες που πραγματικά αξίζουν της προσοχής σας – και δεν είναι λίγες

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

«Η νέα χρονιά που δεν ήρθε ποτέ» έρχεται από τη Ρουμανία, και δεν είναι η πρώτη ταινία που βλέπουμε για τα χρόνια του Τσαουσέσκου – έχουν προηγηθεί μάλιστα αρκετές, η πιο γνωστή εξ αυτών βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα («4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 μέρες»).

Τι διαφορά πάντως κι αυτή: Όταν οι Έλληνες μιλούν για την ιστορία τους μέσα από το σινεμά, μοιάζει να απευθύνονται μονάχα στη χώρα τους. Όταν το κάνουν οι Ρουμάνοι, μοιάζει να απευθύνονται σε όλο τον κόσμο. Φυσικά υπάρχει εξαίρεση στον πρώτο κανόνα, και λέγεται Κώστας Γαβράς. Και στη Ρουμανία, όπου παίζουν στα δάχτυλα την 7η Τέχνη (κάνουν, με διαφορά, το πιο ενδιαφέρον σινεμά στην Ευρώπη σήμερα) έχουν μελετήσει καλά την κληρονομιά του τελευταίου, έστω κι αν το περιεχόμενο του κινηματογράφου τους είναι πυκνότερο σημειολογικά. Που θα πει, κατέχουν και τους κώδικες των ειδών, και τους μηχανισμούς του σασπένς. Εδώ, η δράση τοποθετείται χρονικά λίγο πριν το ξέσπασμα της χριστουγεννιάτικης επανάστασης του 1989, κι εμείς παρακολουθούμε τις ζωές έξι αγνώστων καθώς αυτές διασταυρώνονται εν μέσω της λαϊκής εξέγερσης. Αυτό το ψηφιδωτό χαρακτήρων, έντεχνα στημένο, τραβά την ταινία πότε προς την κωμωδία και πότε προς το δράμα, μέχρι δηλαδή να οδηγηθούμε στη μεγαλειώδη κορύφωση του δράματος, ένα τελευταίο ημίωρο ενορχηστρωμένο πάνω στο «Μπολερό» του Ραβέλ που πρέπει να διδάσκεται σε όλες τις κινηματογραφικές σχολές.

Ενθουσιάστηκα με το «Presence» που σηματοδοτεί την επιστροφή του Στίβεν Σόντερμπεργκ στην κινηματογράφο, και μάλιστα με δυο ταινίες φέτος. Αν κρίνω απ’ αυτήν εδώ, επιστρέφει επειδή έχει πράγματα να πει. Το «Presence» ξεκινά από την απλή συνταγή των ταινιών με φαντάσματα, μόνο που εδώ παρακολουθούμε τα πάντα από την οπτική πλευρά του πνεύματος που στοιχειώνει το σπίτι της οικογένειας Πέιν. Σεναριακά το εύρημα δεν είναι καινούργιο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο μετουσιώνεται κινηματογραφικά από τον Σόντερμπεργκ είναι το κάτι άλλο: Η steadycam εδώ δεν εκτελεί ακροβατικά επειδή μπορεί, αλλά γίνεται η ίδια φορέας συναισθημάτων – δίνει δηλαδή και αυτή την δική της ερμηνεία, πλάι στους έξοχους Λούσι Λιου, Κρις Σάλιβαν, Καλίνα Λιανγκ και Έντι Μαντάι, που ενσαρκώνουν τα μέλη αυτής της φαμίλιας με μια ανεπιτήδευτη οικειότητα που πηγαίνει στις ρίζες του Σόντερμπεργκ – το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά των 90s. Προσοχή: Μην περιμένετε μια ταινία σοκαριστικού τρόμου. Η τονικότητα αυτού του φιλμ είναι πρωτίστως συναισθηματική.

Από την άλλη, καθόλου δεν είχα ενθουσιαστεί με το «Longlegs» του Όζγκουντ Πέρκινς, που δεν διέθετε καμία άλλη αρετή πέραν της αισθητικής, αλλά με το «The monkey» μοιάζει να κάνει ένα βήμα μπροστά ενώ, σε αντίθεση με το αδιανόητα κακογραμμένο ντεμπούτο του, έχει και μια ιστορία να αφηγηθεί. Βασισμένος σε διήγημα του Στίβεν Κινγκ, ο Πέρκινς παρακολουθεί τα έργα και τις ημέρες ενός δολοφονικού παιχνιδιού (ένα κουρδιστό μαϊμουδάκι) που φέρνει σε σύγκρουση δυο ενήλικα αδέλφια. Πλήρης ο μηδενισμός εδώ, μηδενισμός βέβαια που δεν πάει και ιδιαίτερα βαθιά, αλλά εκτονώνεται με ενθουσιασμό στις φονικές κορυφώσεις του φιλμ, που είναι υπεράριθμες και κωμικά διασκεδαστικές. Για μια ακόμη φορά βέβαια ο Πέρκινς δείχνει να μην ενδιαφέρεται ούτε στο ελάχιστο για το ανθρώπινο στοιχείο: Όλοι οι χαρακτήρες είναι για σφάξιμο και μόνο η αισθητική των εικόνων του μοιάζει να τον απασχολεί. Διασκεδάζεις όμως – όπως διασκεδάζεις όταν το Κογιότ του γνωστού καρτούν πέφτει από το γκρεμό, ξανά και ξανά.

Το «Κυνήγι» του Χρήστου Πυθαρά είναι ταυτόχρονα ένα ψυχογράφημα (η ζωή του Γιάννη, ενός μεσήλικα εσωστρεφούς σιδερά που χάνει την, εδώ και χρόνια, αποξενωμένη μητέρα του) και μια άσκηση στο σασπένς (ο Γιάννης αγαπά το κυνήγι, ο γείτονας του Γιάννη κακομεταχειρίζεται συστηματικά το σκύλο του). Ενώνεις τις δυο παρενθέσεις και έχεις όλο το δραματουργικό πλέγμα του φιλμ, φιλμ στημένου με προσήλωση στους στόχους του και σεναριακά καμωμένου με ωρολογιακή ακρίβεια. Μεγάλη αποκάλυψη ο πρωταγωνιστής του, Γιάννης Μπέλης, που ο σκηνοθέτης επέλεξε on-the-spot που λένε, δίχως ο άνθρωπος να είναι ηθοποιός. Είναι να έχεις «μάτι», που λένε – το είχαν και τα χρόνια του Ιταλικού νεορεαλισμού…

Τελευταία ταινία του Κώστα Γαβρά, «Τελευταία πνοή» ο τίτλος της, περί του Τέλους ο λόγος. Όπου ένας φημισμένος φιλόσοφος βρίσκεται στο νοσοκομείο για εξετάσεις μάλλον σοβαρές, και εκεί συναντά τον υπεύθυνο μονάδας παρηγορητικής θεραπείας. Οι μεταξύ τους συζητήσεις αποτελούν και τον κύριο όγκο του φιλμ, που παραδόξως δεν πλατιάζει ποτέ, θες επειδή το θέμα έχει ούτως ή άλλως ενδιαφέρον, θες επειδή ο ίδιος ο Γαβράς διατηρεί τις σωστές ισορροπίες ανάμεσα στο τετελεσμένο μα και το ανθρώπινο του πράγματος – δεν αρνείται δηλαδή ούτε το χιούμορ. Μια από εκείνες τις ταινίες που τις βλέπεις και μετά θες αμέσως να τις κουβεντιάσεις.