Skip to main content

Βαγγέλης Μουρίκης: «Το σινεμά θα αλλάξει»

Ένα φιλμ ιδιαίτερο και σπάνιο, τόσο σεναριακά, όσο και υφολογικά, για το ελληνικό σινεμά, το «Αρκάντια» κινείται ανάμεσα στο μεταφυσικό και στο δραματικό με άνεση χαρισματική. Μια καλή αφορμή για κουβέντα με τον πρωταγωνιστή του, τον Βαγγέλη Μουρίκη

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Την επομένη της πρώτης κινηματογραφικής προβολής, πριν από έναν αιώνα και κάτι, είπαμε πως αγγίξαμε την αθανασία – και όταν οι πρώτοι σταρ του βωβού άρχισαν να αποχωρούν, συνειδητοποιήσαμε πως το Σινεμά γεννά φαντάσματα. Υπάρχει, λες, μια σχέση που ενώνει το μεταφυσικό με το κινηματογραφικό;

Εκατό τοις εκατό, ειδικά αν είναι να ξεκινήσουμε να μιλάμε για μια οικεία και μια ανοίκεια κατάσταση, για κάτι που έχει και δεν έχει κινδύνους. Είναι το σημείο που το σενάριο του «Αρκάντια», σαν έννοια, παντρεύεται με τον κινηματογράφο, σαν έννοια. Το βλέπεις και στον ήρωα. Το ζητούμενο αυτού του ανθρώπου, ο ίδιος δεν το ξέρει! Μόνο την αναγκαιότητα της κατάστασης αντιλαμβάνεται – αλλά ποιας κατάστασης; Είναι κάτι που συμβαδίζει με το επάγγελμα του αυτό: Ένας χειρουργός που δεν γνωρίζει ακόμα τι πρέπει να χειρουργήσει. Σου λέει, θα ανοίξουμε τον ασθενή και θα δούμε! Και η ταινία δεν έχει εξαρχής μια ξεκάθαρη θέση, από εκεί προκύπτει και το σασπένς της αλλά και το συναισθηματικό «δέσιμο»: Ποια είναι αυτή η αναγκαιότητα; Εδώ δεν ξέρεις ποιος από τους ήρωες είναι στον πραγματικό κόσμο και ποιος στον άλλο. Οπότε και ο θεατής λέει, ας ανοίξουμε να δούμε, είναι και αυτός μαζί μας. Και στην πραγματικότητα δηλαδή, αν έχεις την αίσθηση του κατεπείγοντος για κάτι και δεν το γνωρίζεις, αυτό το κάτι μπορεί να παραμείνει και φάντασμα, μέχρι να γίνει πραγματικότητα και να το δεις μπροστά σου. Αυτό που λέμε «είναι στο κεφάλι σου». Πιστεύω κι εγώ δηλαδή πως το «Αρκάντια» είναι και μια ταινία για τον κινηματογράφο.

Το σενάριο, όπως και όλοι οι βασικοί ρόλοι, πατούν παράλληλα σε δυο σύμπαντα, και οι ισορροπίες είναι λεπτές. Είναι εντυπωσιακό που όλο αυτό λειτουργεί τόσο καλά.

Η Αγγελική Παπούλια, η Έλενα Τοπαλίδου, ο Βαγγέλης Ευαγγελινός, όλοι οι ηθοποιοί νομίζω έκαναν σπουδαία δουλειά εδώ. Δε θα λειτουργούσε αλλιώς τόσο καλά, όπως λες. Ήταν μεγάλο στοίχημα και για μένα αυτός ο ρόλος. Δεν είχα ξανασυνεργαστεί και με το Ζώη για να ξέρω τα σκεφτικά του, κι εγώ ερχόμουν από κάπου αλλού, μη ξεχνάς πως όλο αυτό ξεκίνησε το ’21, εποχή πανδημίας. Ήταν όμως τόσο καλά δομημένο το σενάριο… Όχι μόνο ήταν καλογραμμένο αλλά και η ιστορία του ήταν ενδιαφέρουσα. Γιατί υπάρχουν καλογραμμένα σενάρια όπου η ιστορία δε μας λέει τίποτα. Εδώ λοιπόν έπρεπε να κρατηθεί μια αόρατη ισορροπία, και αν όλο αυτό δεν είχε γίνει όπως έπρεπε να γίνει, αν δεν το είχαμε κάνει σωστά, θα είχαμε φάει σφαλιάρες.

Αντιθέτως, η ταινία δούλεψε και διαπολιτισμικά.

Ακριβώς. Και πήγε Βερολίνο, και στην άλλη μεριά του πλανήτη, στο Χονγκ Κονγκ (σ.σ.: όπου ο Βαγγέλης Μουρίκης κέρδισε το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου), όπου πραγματικά είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που διάβασαν την ταινία. Μόλις τέλειωσε, τριάντα χέρια είχαν σηκωθεί για ερώτηση. Η πρώτη ήταν «Εσείς εκεί στην Ελλάδα πως τον βλέπετε τον θάνατο;». Θεώρησαν δηλαδή τόσο οικείο αυτό που έβλεπαν, τόσο δικό τους, που αντέστρεψαν το ερώτημα, το βλέμμα. Εκεί καταλάβαμε κι εμείς πως διαπολιτισμικά η ταινία γίνεται οικεία, έχει έναν παγκόσμιο χαρακτήρα. Ούτως ή άλλως για τι μιλάει; Για ζωή, θάνατο, αγάπη, για σχέσεις, για το «τι θα γινόταν εάν»…

Οι χώροι της ταινίας επίσης έχουν μια πολύ ξεχωριστή ατμόσφαιρα.

Η ταινία γυρίστηκε κοντά στο Σχινιά, στο Μαραθώνα. Έχει ωραίο μάτι σε αυτά ο Ζώης, είναι προφανές πως η ταινία έχει σκηνοθέτη. Είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα, με ήρωες ατάκτως κινούμενοι μέσα στο θέμα, αλλά με πολλή οργάνωση. Η ομορφιά του είναι στο «ατάκτως» και το σασπένς στην οργάνωση. Χάνεσαι λίγο στην αρχή, όπως και ο ήρωας είναι χαμένος στην ιστορία του την ίδια, και μετά σιγά – σιγά χαλαρώνεις και αφήνεσαι, έχω την εντύπωση πως υπάρχει μια ομορφιά σε αυτό, και είναι ωραίο να παίζεις σε χώρους που έχουν ένα ενδιαφέρον, και να τους αισθάνεσαι σαν κομμάτι της ιστορίας. Πέτυχε αυτό.

Πόσο «βλέπεις» την ταινία μέσα στην οποία κινείσαι, ως θεατής; Συχνά μου δίνεις αυτή την εντύπωση.

Εγώ δεν βλέπω την ταινία εκείνη τη στιγμή, την έχω δει λίγο πιο πριν. Εκείνη τη στιγμή απλά βλέπω την κούρσα, αλλά έχω προσπαθήσει να τη δω λίγο πιο πριν γιατί είναι ένας τρόπος για να αφεθείς σ’ αυτήν. Κι όταν οι ρόλοι είναι λίγο απαιτητικοί, ας πούμε, αναγκαστικά πρέπει να έχεις συγκεντρωθεί στην ολότητα αυτού του πράγματος – και μετά να το αφήσεις ελεύθερο, γιατί εκεί θα βγουν οι εκπλήξεις. Αυτό είναι το κόλπο του κινηματογράφου.

Παλαιότερα, ο κινηματογράφος μπορούσε και να προπορεύεται της εποχής του, τώρα οι εποχές τρέχουν πιο γρήγορα απ’ αυτόν.

Αντικείμενο σοβαρής κουβέντας αυτό, αλλά βλέπω πως ο ίδιος ο κινηματογράφος, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, έχει απαντήσει αυτό το θέμα. Γι αυτό πιστεύω πως βλέπουμε τόσες προσωπογραφίες για παράδειγμα, ξαναστήνει στα ίδια τα γνωστά πρόσωπα μια πραγματικότητα, για να μπορέσει να πατήσει σε αυτό και να πάει παρακάτω. Γι αυτό και πολλά πράγματα θα αλλάξουν πιστεύω. Η υποκριτική θα αλλάξει, η σκηνοθεσία θα αλλάξει, φεύγουμε από το «ζω τον ρόλο», πρέπει να παίξεις σε άλλα ημιτόνια, και το «Αρκάντια» σε αυτά τα ημιτόνια πατάει, σε αυτή την οικειότητα, σαν ένα τραγούδι που το ακούς και λες, αυτό έχει γραφτεί για εμάς.