© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Πως μεταφέρεις την περσόνα του Μπομπ Ντίλαν στη μεγάλη οθόνη; Το μεγαλύτερο λάθος που μπορείς να κάνεις, είναι να προσπαθήσεις να την ερμηνεύσεις. Δεν ανατέμνεται ο Μπομπ Ντίλαν, και αν δεν το αποδέχεσαι αυτό, τότε δεν αποδέχεσαι το χαώδες της ανθρώπινης φύσης.
Και, ευτυχώς, ο Τζέιμς Μάνγκολντ, σκηνοθέτης του «A complete unknown», το αναγνωρίζει αυτό, οπότε επενδύει σε δυο σημαντικούς παράγοντες: Πρώτον, στην ανασύσταση της εποχής, και δεύτερον στην όσο πιο δυνατόν πιστή αναπαράσταση της δημιουργικής διαδικασίας. Το δεύτερο ειδικά με έπιασε εξ απίνης: Δε θυμάμαι ποτέ άλλοτε να έχω δει πιο ρεαλιστική φιλμογράφηση μπάντας που ηχογραφεί – ή που παίζει live – στο αμερικάνικο σινεμά, και το τονίζω αυτό καθώς οι ηθοποιοί της ταινίας εκπαιδεύτηκαν μουσικά για τις ανάγκες της. Και ποτέ δεν είδα το χέρι του Τιμοτέ Σαλαμέ να πέφτει σε λάθος τάστο, ποτέ δεν άκουσα ένα λάθος χτύπο, και λυπάμαι πολύ τους θεατές που θα χάσουν αυτές τις λεπτομέρειες. Σημασία όμως έχει ο καμβάς. Και αυτός στάζει νοσταλγία, πότε χρυσοποίκιλτη και πότε όμορφα σκονισμένη. Όσο για τον Ντίλαν, τι μας απαντά η ταινία; Ήταν ιδιοφυία; Παλιάνθρωπος; Αίνιγμα; Οι απαντήσεις είναι για τους ρεπόρτερ. Σπουδαίοι οι Ελ Φάνινγκ και Έντουαρντ Νόρτον.
Στο «Όλα όσα φανταζόμαστε ως φως», η σκηνοθέτιδα Πείλ Καπάντια, που κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες, με μια φυσική άνεση, καταγράφει τις παράλληλες ιστορίες δύο γυναικών στο Μουμπάι, νοσοκόμες στο επάγγελμα, τα όνειρα που η κοινωνία τις υποχρεώνει να βάλουν στην άκρη, και ενώ η κάμερα της σφύζει από ρεαλισμό και τραχύτητα, εντούτοις αποτυπώνει στιγμές γνήσιας ποίησης που σου ζεσταίνει την καρδιά. Δίκαιες λοιπόν και οι βραβεύσεις των πρωταγωνιστριών. Μιλάμε για ένα ανθρωποκεντρικό, υπαρξιακό σινεμά, που κοντοστέκεται στα βλέμματα, τις σιωπές και τις ανάσες, αλλά παράλληλα διαθέτει και μια κινηματογραφική ματιά που, πολύ συχνά, εντοπίζει στη φτώχεια μια διάσταση μαγική, έναν λυρισμό δηλαδή, που σε λούζει με το φως του.
Αλλά λίγα έχει να ζηλέψει το «Αρκάντια» του Γιώργου Ζώη από τους μεγάλους του Ευρωπαϊκού σινεμά σήμερα. Όπου ένα θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα αναστατώνει τη χειμωνιάτικη ραστώνη του τουριστικού θέρετρου. Ο Γιάννης κι η Κατερίνα, καταφθάνουν σοκαρισμένοι για να αναγνωρίσουν το θύμα στο τοπικό νοσοκομείο. Μαζί αλλά και χωριστά, θα προσπαθήσουν να συνδέσουν κομμάτια του παζλ της ζωής που χάθηκε, ερχόμενοι αντιμέτωποι με μια σειρά από αναπάντεχες αποκαλύψεις. Ένα μοιρολόι που αποδομείται με γνήσια έμπνευση, για να πάρει σάρκα και οστά και να μετουσιωθεί σε κινηματογράφο μεγάλων συγκινήσεων, το «Αρκάντια» με Βαγγέλη Μουρίκη, Αγγελική Παπούλια, Βαγγέλη Ευαγγελινό και Ελένη Τοπαλίδου, αποτελεί μοναδική περίπτωση ταινίας που, αν και βαθιά ελληνική, δεν έχει προηγούμενο στο ελληνικό σινεμα. Ταινία δημιουργού, απ’αυτές όπου όλα συντονίζονται στη συχνότητα που απαιτείται για να αναπνεύσει αυτή η ιστορία, θα εκπλήξει πολλούς.
Ο Λι Γουανέλ, μετά τον «Αόρατο άνθρωπο», μεταφέρει άλλο ένα κλασσικό τέρας της Universal στη σύγχρονη εποχή με τον «Λυκάνθρωπο», «μικραίνοντας» και πάλι έναν πολυδιάστατο μύθο: Όλα εξελίσσονται σε ένα σπίτι στην εξοχή, όπου μια οικογένεια κλειδώνεται στο εξοχικό της καθώς έξω καιροφυλακτεί ένα επικίνδυνο τέρας που έχει «μολύνει» – ποιον άλλο; – τον μπαμπά. Μάνα και κόρη θα πρέπει να εξολοθρεύσουν το επικίνδυνο αρσενικό για να βρουν τη συνοχή τους. Καλογυρισμένο μεν, απελπιστικά μονοσήμαντο δε.
Συγκινητικός, τέλος, ο Ρομπέρ Γκεντινγκιάν στο «Και η γιορτή συνεχίζεται», ένα μικρό ερωτικό γράμμα του σκηνοθέτη στην αγαπημένη του Μασσαλία και στους κατοίκους της. Ηρωίδα του, η Ρόζα, που μοιράζει την αστείρευτη ενέργειά της μεταξύ της οικογένειάς της, της εργασίας της ως νοσοκόμα και της πολιτικής της δέσμευσης να βοηθάει τους αδύναμους. Μικρό φιλμ, αλλά τρυφερό – αποκλείεται να μη βγείτε χαμογελαστοί από την αίθουσα.