«Υπάρχει ένα μεγάλο κενό στον κόσμο τώρα που δεν είναι πια μαζί μας». Ήταν 78 ετών και πριν λίγους μήνες είχε εξομολογηθεί πως διαγνώστηκε με εμφύσημα και πιθανότατα δεν θα μπορούσε πλέον να σκηνοθετήσει ξανά. Ο Ντέιβιντ Λιντς είχε ξεκινήσει ως ζωγράφος, αλλά τη δεκαετία του 1970 ξεχώρισε με το σουρεαλιστικό “Eraserhead”. Έκτοτε, κατάφερνε να τρομάζει και να εμπνεύσει κοινό και… άλλους σκηνοθέτες για δεκαετίες: “Mulholland Drive”, “Blue Velvet”, “Twin Peaks”, “Ατίθαση καρδιά”, ταινίες αξέχαστες απ’ όσους τις είδαν – είτε τις αγάπησαν, είτε όχι. Ο θάνατος του «έκοψε» βίαια τον ονειρικό ιστό του κινηματογραφικού του σύμπαντος.
Πέρασα τη νύχτα του θανάτου του διαβάζοντας όλες τις βιωματικές δημοσιεύσεις φίλων και αγνώστων, σα να βρεθήκαμε όλοι πολύ γρήγορα στην κηδεία και αρχίσαμε να ανταλλάζουμε ιστορίες για έναν δικό μας άνθρωπο που πέρασε απ’ τις ζωές μας και, λίγο – πολύ τις όρισε, όπως κάνουν όλοι οι μεγάλοι του Κινηματογράφου, ο καθένας για τους δικούς του, ξεχωριστούς λόγους.
Στεναχωρηθήκαμε όλοι με τον Λιντς χθες, βαθιά. Λέτε επειδή μας έδειξε πως το σινεμά μπορεί να είναι και κάτι άλλο, πέραν της απλής αφήγησης μιας ιστορίας; Μα αυτό το είχαν διδάξει κι άλλοι πριν απ’ αυτόν, από τον Γκοντάρ μέχρι τον Ταρκόφσκι. Ο Λιντς όμως είχε κάτι άλλο, μια «παραξενιά» που δεν είχαμε ξαναδεί στο αφηγηματικό σινεμά. Αυτή η παραξενιά έγινε το σήμα – κατατεθέν του, τόσο που το όνομα του ενσωματώθηκε στο λεξιλόγιο μας, όπως αυτό του Κάφκα. «Καφκικός» εφιάλτης ο ένας, «Λιντσικός» εφιάλτης ο άλλος, και ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, σε μια κριτική του 1996 για τη «Χαμένη Λεωφόρο», έδωσε νομίζω τον τέλειο ορισμό του δεύτερου: «Μια ιδιαίτερη μορφή ειρωνείας, όπου το μακάβριο και το μπανάλ συνδυάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλύπτουν τον αέναο εγκλωβισμό του πρώτου μέσα στο δεύτερο». Ο Λιντς φυσικά ποτέ δεν δέχτηκε τον όρο: «Κάποιοι έχουν το δικό τους γούστο», έλεγε, «και αυτό είναι όλο». Και τι γούσταρε ο Λιντς; Τους κατατρεγμένους ήρωες, τα σκοτεινά δωμάτια, τη «βρώμικη» τζαζ, τα ρετρό αξεσουάρ, τους νάνους που μιλούν ανάποδα, τους έκφυλους εραστές.
Ήταν ένα σύμπαν σκοτεινής αγριάδας και αραχνούφαντης αθωότητας που, με κάποιο τρόπο που δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε, έδειχνε θεαματικά ομοιογενές, τόσο που δεν υπήρχε κανένας λόγος να το αμφισβητήσεις, ακόμα κι όταν κυριαρχούσε πάντα το Απρόβλεπτο – ή μάλλον, ειδικά τότε. Άλλωστε, το Απρόβλεπτο κυριαρχούσε και στα όνειρα μας. Το ασυνείδητο μας, μας είχε προετοιμάσει για το σινεμά του Λιντς από τότε που ήμασταν μικρά. Το πιο κλασσικό, επαναλαμβανόμενο όνειρο που θυμάμαι από αυτή την ηλικία ήταν αυτό με το ασανσέρ: Έμπαινα μέσα, πατούσα το κουμπί για τον 3ο, και περίμενα να δω αν θα φτάσω όντως στο διαμέρισμα μου ή θα μεταφερθώ σε μια άλλη διάσταση όπου ζούσαν μονόφθαλμα τέρατα με τα χαρακτηριστικά των αγαπημένων μου ανθρώπων. Κάθε φορά που ξεκινούσε το όνειρο και έμπαινα στο ασανσέρ βίωνα τον μικρό μου ονειρικό τζόγο: Θα τη γλυτώσουμε σήμερα ή όχι; Σήμερα αισθάνομαι πως ο Λιντς, με τον τρόπο του, μας παρότρυνε να αγκαλιάσουμε τους εφιάλτες μας. Νομίζω για να σωθούμε – και να αγγίξουμε κάποια μορφή γαλήνης, που εκείνος έδειχνε να είχε βρει. Εξ’ ου και η βαθιά μας θλίψη.