Skip to main content

Μεταφράζοντας το αδύνατο

Ο Λούκα Γκουαντανίνο αναμετριέται με τον Γουίλιαμ Μπάροουζ στο «Queer», με τη βοήθεια ενός εξαίρετου Ντάνιελ Κρεγκ

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Ο Γουίλιαμ Μπάροουζ έγραψε το “Queer” όταν ήταν ήδη γνωστός, το 1952 – και παρ’ όλα αυτά, το έργο παρέμεινε ανέκδοτο για τρεις δεκαετίες και βάλε. Όχι τόσο λόγω των αυστηρών ηθών της εποχής (όπως θέλουν να πιστεύουν οι θαυμαστές του) αλλά επειδή ο ίδιος ο συγγραφέας δεν αισθανόταν άνετα με το περιεχόμενο του, μιας και το βιβλίο γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πιο δύσκολης περιόδου στη ζωή του.

Τώρα, ο Λούκα Γκουαντανίνο εδώ, που υπογράφει την ομώνυμη ταινία, μοιάζει να μην προσπαθεί και τόσο να αγγίξει το πνεύμα του συγγραφέα. Ξεκινά, όπως και το βιβλίο, κάπου στα 50s, όπου ένας Αμερικανός περνά τις μέρες του σχεδόν εντελώς μόνος στην πόλη του Μεξικό, εκτός από μερικές επαφές με άλλα μέλη της μικρής αμερικανικής κοινότητας, όλοι τους καλλιτέχνες και «ξεχωριστοί». Η συνάντησή του με έναν νέο φοιτητή στην πόλη, δείχνει να τον ενεργοποιεί, και μαζί θα ζήσουν μια μικρή περιπέτεια που θα κορυφωθεί στο τρίτο – και καλύτερο – μέρος του φιλμ, όπου πλέον ο Γκουαντανίνο αποδεσμεύεται από το πρωτότυπο υλικό και φτιάχνει τον δικό του, προσωπικό φόρο τιμής για έναν καλλιτέχνη που αγαπά. Aντλεί δε την έμπνευση του από τους πίνακες του Χόπερ, και διαθέτει ένα μεγάλο ατού, τον Ντάνιελ Κρεγκ στον πρώτο ρόλο, ο οποίος δείχνει να αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στη «μεταμόρφωση» του.

Επίσης, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ντεμπούτο με τίτλο «Μην πετάξεις τίποτα» ξεκινά τις προβολές του αυτή την Πέμπτη. Πεδίο δράσης ένα σπίτι γεμάτο σκουπίδια στο Λονδίνο του 1984, εκεί όπου μεγαλώνει η μικρή Μαρία παρέα με την ψυχωτική μητέρα της που απλά γεμίζει το σπίτι με άχρηστα αντικείμενα για να τα προσφέρει στο αγαπημένο της σπλάχνο, μέχρι που η Μαρία ξεριζώνεται από τον ονειρικό σκουπιδότοπο της, για να βρεθεί στα χέρια μιας θετής μητέρας. Ο χώρος αυτός κινηματογραφείται με μοναδική έμπνευση από την Λούνα Κάρμουν – η κάμερα της μοιάζει να ενεργοποιείται από τη χαρά της ανακάλυψης και μόνο. Θυμήθηκα την παραμυθένια ατμόσφαιρα της «Παρέας των Λύκων» του Νιλ Τζόρνταν βλέποντας το, και η αλήθεια είναι πως η Κάρμουν αντλεί τη δύναμη των κινηματογραφικών της εικόνων από το συντακτικό του Φανταστικού, δίχως όμως να ξεστρατίζει από την αληθινή ζωή που υπαγορεύει το δράμα. Και ταξιδεύει με ευελιξία από το ένα σύμπαν στο άλλο.

Σχεδόν τίποτα καλό δεν έχω να πω για το «Αληθινός πόνος» του Τζέσε Άιζενμπεργκ με τον ίδιο στον πρώτο ρόλο και πλάι του τον Κερτ Κάκλιν που βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα ερμηνείας. Όπου δυο εβραϊκής καταγωγής ξαδέλφια πάνε ταξίδι στη Πολωνία για μια ξενάγηση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και μια βαθύτερη κατανόηση της εβραϊκής γενοκτονίας (με τα απαραίτητα σχόλια για τους μοχθηρούς Σοβιετικούς) ενώ, την ίδια ώρα, έχουν να αντιμετωπίσουν… ο ένας τον άλλο. Όλα τα κλισέ του κόσμου, κι όμως οι συγκρούσεις είναι μηδενικές ενώ όλη η ταινία έχει τη βαρύτητα ενός τουριστικό ντοκιμαντέρ με μελοδραματικό (φτηνιάρικο) έρεισμα. Όσο για το «Ο Πάντινγκτον στο Περού», νομίζω πως για τους μικρούς θεατές το στοίχημα είναι ήδη κερδισμένο. Το franchise αυτό άλλωστε έχει θέσει υψηλά ποιοτικά στάνταρ από πολύ νωρίς.