Από τον «Ξαφνικό έρωτα» του 1984 και το «Άντε γεια» του 1991 μέχρι το «Ο εχθρός μου» του 2014 και το «Υπάρχω» σήμερα, η πυξίδα του μοιάζει να μην έχει «κουνηθεί».
Μόνο που με το τελευταίο, ο σκηνοθέτης μοιάζει να έχει ολοκληρώσει τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του: Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η ταινία έχει κόψει 50.000 χιλιάδες εισιτήρια και προσωπικά υπολογίζω πως θα αγγίξει το ένα εκατομμύριο. Συναντηθήκαμε με τον σκηνοθέτη λίγες μέρες πριν την έξοδο της, για μια κουβέντα γύρω από τον Καζαντζίδη, το ελληνικό σινεμά και τις παγίδες του.
Πότε σε θυμάσαι να πρωτοακούς Καζαντζίδη;
Η πρώτη μου μνήμη σε σχέση με το Στέλιο ήταν η μέρα που βγήκε το «Υπάρχω». Το τραγούδαγε όλη η Ελλάδα και νόμιζα εγώ, επειδή ήμουν σε μια τέτοια φάση, ως το είχε γράψει για μένα. Αλλά όλοι έτσι έλεγαν τότε.
Τι ήταν τελικά αυτό που τον έκανε τόσο ξεχωριστό;
Ίσως το ράγισμα της φωνής του, που αναφέρει ο Θεοδωράκης. Τραγουδούσε αυτά τα κομμάτια, σε εποχές που υπήρχε πολύς πόνος και φτώχεια, με αυτό το φοβερό ηχείο, κάνοντας αυτά τα τόσο προσωπικά. Σκέψου πάλι αυτό που έκανε όταν εγκατέλειψε την πίστα. Ο άνθρωπος μέχρι τότε έβγαινε στη σκηνή κάθε βράδυ και τα έδινε όλα. Σκέψου το απόθεμα δύναμης που δημιούργησε. Αρνήθηκε τόσα λεφτά, τόση επιτυχία. Και όταν εμφανιζόταν μετά ξανά από χρόνια, όλη αυτή η ενέργεια απελευθερωνόταν. Αλλά υπάρχει και κάτι το ανεξήγητο εκεί. Μια φορά στα εκατό χρόνια βγαίνει Καζαντζίδης, έλεγε ο Χατζιδάκις. Πως εξηγεί κανείς ένα τέτοιο φαινόμενο;
Θυμάσαι πότε έγινε το πρώτο κάλεσμα από τους παραγωγούς της ταινίας;
Δυο μέρες αφού έληξε η θητεία μου στην προεδρία της ΕΑΚ. Δούλευα κάτι άλλο τότε, ένα treatment τέλος πάντων, και εκεί πέφτει αυτό το τηλεφώνημα από τον Σαμιώτη, τον παραγωγό της ταινίας: «Καζαντζίδη κάνεις;» με ρωτάει. Του απαντώ, αν έχουμε σενάριο και βρεθεί άνθρωπος να παίξει, κάνω. Μου στέλνει το πρώτο draft του σεναρίου, το διαβάζω πέντε – έξι φορές και κανονίζουμε μια συνάντηση με την ομάδα, που τότε ήταν αυτός, η Κατερίνα Μπέη και η Ναταλί Δούκα. Το Νοέμβριο του ’22 όλα αυτά.
Σε μια ταινία για ένα τέτοιο πρόσωπο, ποιος είναι ο στόχος; Τι αναζητάμε ακριβώς; Μια βιογραφική ακρίβεια ή μια αναπαράσταση του μύθου;
Κοίταξε, εμένα μου ήρθε ένα σενάριο με αυτό τον τίτλο, και αυτό το φινάλε. Αυτό ήταν μια τεράστια ευκολία. Γιατί από που να τον πιάσεις τον Καζαντζίδη, και που να κλείσεις το κεφάλαιο; Αλλά υπήρχε από την αρχή ένα υλικό που μου έδωσε μια βάση. Θα σου πω όμως κάτι άλλο: Πριν εικοσιπέντε χρόνια μου είχε γίνει μια άλλη πρόταση, πάλι από τον ίδιο παραγωγό, που στο τηλεφώνημα του εκείνη τη φορά με είχε ρωτήσει «Τσιτσάνη κάνεις;». Και εκεί του είπα όχι.
Γιατί όχι στον Τσιτσάνη και ναι στον Καζαντζίδη;
Μα τι να πεις για τον Τσιτσάνη που είχε μόνο επιτυχίες στη ζωή του; Βαμβακάρη κάνω, που είναι ταλαιπωρημένος. Από που θα προκύψει ένα δράμα για να δουλευτεί πάνω του μια ιστορία; Κινήσαμε για Βαμβακάρη λοιπόν αλλά η ταινία τελικά δεν έγινε καθώς η οικογένεια Βαμβακάρη δεν ήθελε να γυριστεί ταινία γι’ αυτόν. Οι τότε επιζώντες τουλάχιστον. Αυτό για να καταλάβεις τι ψάχνω εγώ όταν διαβάζω ένα σενάριο. Και το σενάριο που μου ήρθε για το «Υπάρχω» ήταν έτοιμο, και καλοδουλεμένο. Οπότε το πρώτο μέλημα ήταν να βρω έναν ηθοποιό για να παίξει αυτόν τον άνθρωπο που διάβασα στο χαρτί: Έναν νεαρό εργάτη του μόχθου, που ανακαλύπτει ότι έχει ένα τρομερό ταλέντο, δίχως καν να γνωρίζει τι θα πει «ταλέντο», και τραγουδάει τραγούδια που όλοι γνωρίζουμε. Μπορεί ο ίδιος να μην είμαι Καζαντζιδικός, αλλά μέσα από το σενάριο συνειδητοποίησα αυτό που συμβαίνει και με τους θεατές που παρακολουθούν την ταινία: Ξέρουμε όλα τα τραγούδια. Ακόμα κι εμείς που δεν τα ακούγαμε, τα ξέρουμε – κανείς μας δεν την έχει γλυτώσει. Όλη μας τη ζωή τα ακούγαμε, τα έχουμε μέσα μας. Και όταν το συνειδητοποίησα αυτό, διαβάζοντας το σενάριο, την «άκουσα» λίγο. «Πρέπει να βρούμε έναν τραγουδιστή», σκέφτηκα. Κινήσαμε λοιπόν να βρούμε κάποιον που να διαθέτει αυτά τα δυο χαρακτηριστικά του ήρωα, δηλαδή έναν άνθρωπο πολύ αρσενικό και ταυτόχρονα πολύ ευγενικό. Όπως ήταν εκείνη την εποχή δηλαδή.
Η κινηματογραφική ιστορία μας έχει διδάξει πως οι άνθρωποι της μουσικής σκηνής είναι εξαιρετικά εργαλεία για έναν σκηνοθέτη του κινηματογράφου.
Εγώ μπορώ να μιλήσω μόνο για το Χρήστο Μάστορα, τον άνθρωπο που επιλέξαμε. Και με το Χρήστο υπήρχε η αμεσότητα. Ένα από τα κομμάτια του χαρακτήρα δηλαδή, ο Χρήστος το ήξερε. Ήξερε δηλαδή τι συγκέντρωση απαιτεί το να βγαίνεις κάθε βράδυ μπροστά σε χιλιάδες, και να συνεπαίρνεις τον κόσμο, τέσσερις ώρες σε μία σκηνή. Η δουλειά του σαν ηθοποιός κράτησε ένα χρόνο. Ένα χρόνο κράτησε τον Καζαντζίδη μέσα σου. Του το είχα πει: Αν δεν πάρεις στοιχεία απ’ αυτόν τον άνθρωπο, και αν δεν τα δοκιμάσεις στη ζωή σου απάνω, θα μείνεις στο σχήμα. Μόνος σου θα το γεφυρώσεις αυτό το χάσμα. Του έλεγα, ο Στέλιος έκοβε φίλους από τη ζωή του επειδή ψαρεύανε με δίχτυ, τους έβρισκε φλώρους και τους έκοβε την καλημέρα. Μα μου λέει, αυτό είναι αυθαίρετο. Του λέω, αυθαίρετο χαρακτήρα παίζεις! Δούλεψε πολύ, και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, και αυτόν και όλους μας.
Η αναπαράσταση μιας παλαιότερης εποχής στο σινεμά είναι δίκοπο μαχαίρι. Εντάξει, μελετάς τα κοστούμια, κάνεις την έρευνα σου και για τα σκηνικά, βρίσκεις και δυο – τρεις φυσικούς χώρους που σου κάνουν. Το κλίμα πως το αναπαράγεις; Γιατί κάθε εποχή που περνά, κουβαλά και έναν «αέρα» που πρέπει να κινηματογραφηθεί.
Εκεί μας έσωσε το παλιό ελληνικό σινεμά. Κατ’αρχάς, βρήκαμε πολύ υλικό με τον Στέλιο Καζαντζίδη, εμφανίσεις του, εμφανίσεις με τη Μαρινέλλα, ξέρεις τώρα, ταινίες όχι απαραίτητα καλές, που όμως αποδείχθηκαν χρυσορυχείο για εμάς. Όχι μόνο αυτές όμως. Επέστρεψα και στο «Μινόρε της αυγής», τη σειρά που γύρισε ο Φώτης Μεσθεναίος για την ΕΡΤ το ’83. Εκεί, εκτός από τους ηθοποιούς (σ.σ.: Αντώνης Καφετζόπουλος, Δημήτρης Καταλειφός, Θέμις Μπαζάκα, Ηλίας Λογοθέτης) εμφανιζόντουσαν γύρω – γύρω από το καστ, ρεμπέτες της εποχής. Να δεις εκεί αυθεντικότητα χώρων και συμπεριφορών! Να δεις τον Ξυντάρη νεαρό να ρίχνει ένα ζεϊμπέκικο! «Τραβήξαμε» λοιπόν και από εκεί.
Διαβάζω πως η ταινία γυρίστηκε μέσα σε 40 μέρες. Ειλικρινά μου φαίνονται πολύ λίγες για το μέγεθος μιας τέτοιας παραγωγής.
Λοιπόν, δεν πέσαμε ούτε μια μέρα εκτός προγράμματος. Λίγες μέρες όντως για τόσο μεγάλη παραγωγή, και μερικές φορές με έπιανε απελπισία πως δε θα τα καταφέρω, αλλά ήταν τόσο αφοσιωμένη η ομάδα που όλα κύλισαν όπως έπρεπε. Ήμουν πανέτοιμος με τους ηθοποιούς μου, γιατί άμα ψάχνεσαι με τους ηθοποιούς στο γύρισμα καήκαμε, ο φωτογράφος της ταινίας, ο Γιάννης Δρακουλαράκος, «έτρεχε» το συνεργείο, ακόμα και στο μοντάζ, που δούλεψα πάλι με τον Γιάννη Τσιτσόπουλο, συνεργάτης μου στο «Άντε γεια», ανησυχούσα πως δεν είχα πάρει τα πλάνα που ήθελα, και εκείνος μου τα έβρισκε: «Εδώ είναι τα πλάνα, γκρινιάρη!».
Ποιες προκλήσεις έχει τελικά η απόπειρα να κάνεις κινηματογράφο που ταυτόχρονα να είναι και ποιοτικός αλλά και εμπορικός; Το λέω γιατί είσαι ο κατεξοχήν Έλληνας σκηνοθέτης που κίνησε να κάνει κάτι τέτοιο στο χώρο του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, δίχως να βγάζουμε έξω τον Περάκη φυσικά.
Για μένα πάνε μαζί αυτά. Δεν είχα ποτέ δίλλημα. Είμαι έτσι γεννημένος, ας πούμε. Δεν είναι μια ισορροπία που προσπαθώ να τηρώ, έτσι μου βγαίνει. Και όταν έκανα τον «Ξαφνικό έρωτα», που δε με ήξερε ούτε η μάνα μου, θυμάμαι την αγωνία μου. Είχα διαβάσει το βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη και έκλαιγα, γιατί είδα τον εαυτό μου σ’ αυτή τη γυναίκα: Και εγώ είχα εγκαταλειφθεί, και εγώ είχα «καταπιεί» τα όνειρα μου. Κίνησα λοιπόν να την κάνω, βγήκε καλή τέλος πάντων, είχα και καλούς συνεργάτες, και στο τέλος η ταινία έκανε 200 χιλιάδες εισιτήρια. Εγώ όμως δεν είχα κάνει μέσα μου καμία «υποχώρηση» για να κερδίσω αυτόν τον κόσμο όταν τη γύριζα. Νομίζω αν το έκανα, θα την πάταγα.