Ο ταλαντούχος δημιουργός, μετά το «Σπένσερ» (με την Κίρστεν Στιούαρτ ως πριγκίπισσα Νταϊάνα) και το «Τζάκι» (με τη Νάταλι Πόρτμαν ως Τζάκι Κένεντι), μοιάζει να αφήνει πίσω του τον εσωτερικό τόνο των προαναφερθέντων ταινιών, επιλέγοντας για τη «Μαρία» του έναν μεγαλύτερο καμβά, δείχνοντας μάλιστα εξίσου γοητευμένος τόσο από την Μαρία Κάλλας όσο και για την ίδια την Αντζελίνα Τζολί.
Και η αλήθεια είναι πως η ηθοποιός είχε ξεκινήσει την καριέρα της αλλιώς. Ελάχιστοι θυμούνται σήμερα τις βραβεύσεις της με τρεις (!) Χρυσές Σφαίρες και ένα Όσκαρ (για «Το κορίτσι που άφησα πίσω») καθώς η Τζολί επέλεξε γρήγορα τον σίγουρο δρόμο των blockbuster, μέχρι που… ξεφούσκωσαν μαζί με την καριέρα της. Την οποία και δείχνει να έχει αναστήσει με αυτό τον ρόλο, περίπου όπως το κατόρθωσε (έστω και για λίγο) ο «Παλαιστής» με τον Μίκι Ρουρκ, όπου επίσης ο Αρονόφσκι έκανε κάτι ανάλογο, κυνήγησε δηλαδή αυτή την ταύτιση χαρακτήρα και (πρώην) σταρ. To λες και «meta» αυτό, αν ο όρος είναι ακόμα δημοφιλής, και παραδόξως είναι αυτό το στοιχείο που κάνει τούτο το πανέμορφο φιλμ πιο εξωστρεφές. «Οι τελευταίες μέρες της Κάλλας» θα μπορούσε να γράφει στη μαρκίζα, και το μοτίβο θυμίζει πολύ αυτό του Μπίλι Γουάιλντερ στην αριστουργηματική «Λεωφόρο της Δύσης», με την κάμερα να παρακολουθεί αδιάκοπα την καθοδική πορεία της ξεπεσμένης σοπράνο καθώς εκείνη ανακαλεί περασμένα μεγαλεία (αλλά και τις χειρότερες στιγμές της). Ο Λαρέν όμως δεν έχει τον σαρδόνιο κυνισμό του Γουάιλντερ. Μεγάλος λάτρης της όπερας ο ίδιος, μοιάζει εδώ να βρίσκεται σε μια έκσταση, αναζητώντας, όπως και οι θεατές του, το πρόσωπο γύρω από τον μύθο, πλαισιώνοντας στοργικά τόσο την Κάλλας όσο και την Αντζελίνα Τζολί (εντυπωσιακή, σε ρόλο τέρμα-αβανταδόρικο).
Επειδή έχουμε γιορτές, βγαίνει και το μιούζικαλ «Wicked», ένα spin-off του Μάγου του Οζ (μαθαίνουμε την καταγωγή της κακιάς πράσινης μάγισσας) που έρχεται «πακέτο» από το θέατρο, καθώς εκεί γνώρισε τεράστια επιτυχία τα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια. Βλέποντας την πανάκριβη αυτή ταινία, αντιλήφθηκα τι με ενοχλεί σε αυτές τις μεταφορές – και αυτό είναι η απεύθυνσή τους. Καλώς ή κακώς, ο ηθοποιός του σανιδιού απευθύνεται στο κοινό, και του κινηματογράφου στον κάθε θεατή κατά μόνας: Όταν η Τζούντι Γκάρλαντ τραγουδά το «Under the rainbow» στον «Μάγο του Οζ» κλαις, γιατί απευθύνεται σε σένα. Όταν όμως τα χορευτικά νούμερα συμπεριλαμβάνουν εκατό χορευταράδες κομπάρσους και μια οκά ψηφιακών εφέ, η προσωπική απεύθυνση πάει περίπατο. Ξανά εδώ προκύπτει μια ιστορία για την «διαφορετικότητα» και την «συμπερίληψη», μόνο που στο στόχαστρο βρίσκεται η πράσινη Έλφαμπα, απέναντι από ένα εχθρικό περίγυρο που όμως συμπεριλαμβάνει όλες τις φυλές του κόσμου – απολύτως μονιασμένες εδώ! Κι όμως, παρά τις νεοφιλελεύθερες παραφωνίες, οι καλές στιγμές δεν λείπουν: Ένα ντουέτο ανάμεσα στην Σίνθια Ερίβο και την Αριάνα Γκράντε λειτουργεί, ακριβώς επειδή η απεύθυνση γίνεται (ξαφνικά) προσωπική, ενώ ο Τζεφ Γκόλντμπλουμ ως Μάγος του Οζ κλέβει την παράσταση. Άνετα έβλεπα μια ολόκληρη ταινία γι’ αυτόν τον ήρωα.
Τέλος, βγαίνει η χριστουγεννιάτικη κωμωδία «To Βράδυ που ο Μπαμπάς μου έσωσε τα Χριστούγεννα», ισπανικής προέλευσης μα μεταγλωττισμένη (κάπως άτσαλα) στα Ελληνικά, όπου ένας μικροαπατεώνας αναλαμβάνει να αντικαταστήσει τον Άγιο Βασίλη, όταν ο τελευταίος τραυματίζεται σε ένα ατύχημα, και η περιπέτεια «48 ώρες στην Ταϊβάν», μια παραγωγή του Λικ Μπεσόν με τον Λουκ Έβανς σε ρόλο «transporter», τόσο πνιγμένη στα κλισέ που, για να καταλάβετε, το tag line στην αφίσα γράφει «This time is personal». Αν βαριούνται τόσο αυτοί που τα φτιάχνουν, σκεφτείτε εσείς που θα το βλέπετε.