© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
To «Megalopolis», η τελευταία ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα, βγαίνει σήμερα στις αίθουσες και θέτει πάνω απ’ όλα το εξής ζήτημα: Τι συνιστά αυτό που ονομάζουμε Μεγάλη Ταινία;
Είναι η ταινία που σαρώνει τα βραβεία; Είναι η ταινία που καθόμαστε και κουβεντιάζουμε μετά σε πηγαδάκια, ανταλλάσσοντας εκφράσεις όπως “Τι ωραία που έπαιζε ο/η τάδε” και τις ξεχνάμε μετά από λίγες μέρες; Είναι η ταινία που τρέχει πίσω από τις εκάστοτε μόδες της εποχής της, μπας και τσιμπήσει κάνα βραβείο (ή έστω κανένα αστεράκι) προφασιζόμενη έναν αγοραίο ανθρωπισμό; Ή μήπως είναι εκείνες οι ταινίες που οριακά μας αποξενώνουν, που στέκονται εκεί, πεισματικά στην οθόνη, περιμένοντας από εμάς να κάνουμε τον κόπο να γείρουμε προς το μέρος τους, αντί να σκύψουν μπροστά μας και να μας χαϊδέψουν την ψυχή και τα αυτάκια; Ο, τι κυνικά απομυθοποιητικό κι αν γράφεται σήμερα για τους καλλιτέχνες εκείνους που δημιουργούν πρωτίστως για τη σωτηρία της ψυχής τους (είναι της μόδας σήμερα να αμφισβητεί κανείς το στάτους του “καταραμένου” καλλιτέχνη ή των ηθοποιών της μεθόδου που πάνε την τέχνη τους στα άκρα) προσωπικά μόνο από εκείνους που δεν υπολογίζουν τίποτα και κανέναν μπορώ να ελπίζω. Και στο «Megalopolis», ένα κράμα ακραίου εξπρεσιονισμού και πολιτικής αλληγορίας, με τον Κόπολα να ανατρέχει στη Ρωμαϊκή ιστορία για να ανασυνθέσει μια νέα, ντελιριακή ανάγνωση της, αισθάνεσαι για ώρα πως το όχημα τρέχει εκτός ορίων – μέχρι να αφεθείς στη δίνη του. Τότε μόνο η ματιά σου ισορροπεί, τότε μόνο γίνεται ξεκάθαρο πως τίποτα δεν έχει πάει λάθος εδώ. Είναι η ταινία ενός μεγάλου οραματιστή, πυκνή σε περιεχόμενο αλλά ταυτόχρονα και εντυπωσιακά απελευθερωμένη από το «βάρος» της υπογραφής της (ο Κόπολα δε φοβάται ούτε το γκροτέσκο, ούτε και τη φάρσα). Θα επιστρέφουμε στο «Megalopolis» τα χρόνια που θα έρθουν. Για πόσες ταινίες σήμερα μπορούμε να το πούμε αυτό;
Στο «Bird» της Αντρέα Άρνολντ, βυθιζόμαστε από το πρώτο πλάνο σε ένα άγριο, αστικό περιβάλλον, με ηρωίδα την Μπέιλι. Ζει σε ένα χαμόσπιτο μαζί με τον αδελφό και τον πατέρα της – ο πρώτος ετοιμάζεται για γάμο. Λούμπεν στοιχεία, αλλά κανείς παραδομένος στη μοίρα του: Όλοι τους γυρεύουν μια αφορμή για να της ξεφύγουν. Η Μπέιλι μοιάζει να έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια. Ο Μπερντ, ένας ξεχωριστός φίλος, θα τη βοηθήσει. Είναι καλή σκηνοθέτιδα η Άρνολντ, και εδώ κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, δηλαδή να ακροβατεί ποιητικά, στα όρια πάντα ενός αιχμηρού, άκρατα ρεαλιστικού πλαισίου το οποίο και ξεπερνά. Πριονίζει όμως το κλαδί στο οποίο στέκεται, όταν αφήνει το Φανταστικό να υπαγορεύσει τις αλληγορίες της.
Από την άλλη, μακάρι να υπήρχε κάτι φανταστικό στην «Επιστροφή» του Ουμπέρτο Παζολίνι, με τον Ρέιφ Φάινς ως Οδυσσέα να επιστρέφει στην Ιθάκη για να αντιμετωπίσει το παρελθόν του, αλλά και τους μνηστήρες της Πηνελόπης (Ζιλιέτ Μπινός). Είναι μια φτωχή (στην όψη και στη σύλληψη – αλλά πολύ περισσότερο στην όψη) μεταφορά, που παρά τις βαθυστόχαστες δηλώσεις του σκηνοθέτη της, μοιάζει να γυρίστηκε μονάχα για το ταίριασμα των δυο ηθοποιών, που είχαν να συναντηθούν από τον «Άγγλο ασθενή».
Απολαυστικός ο Χιου Γκραντ στο «Heretic», ένα αγωνιώδες αλλά και εμπνευσμένο – όσο και εξόχως στιλιζαρισμένο – θρίλερ, όπου ενσαρκώνει έναν ψυχοπαθή που παγιδεύει στο απόμακρο σπίτι του δυο νεαρά κορίτσια – μάρτυρες του Ιεχωβά. Η ταινία αναπτύσσει επίσης μια διαλεκτική πάνω στην αναγκαιότητα της πίστης, τόσο έντεχνα στημένη, που της συγχωρείς τις εκάστοτε υποχωρήσεις στα κλισέ. Τέλος, το ντοκιμαντέρ «Tuck», παρακολουθεί τη Μαρία Μπεκατώρου, και τη νεαρή πρωταθλήτρια της ιστιοπλοΐας Αμαλία Προβελεγγίου, καταγράφοντας τη ζωή και τον αγώνα τους κατά τη διάρκεια της δίκης-ορόσημο, την πρώτη του ελληνικού #MeToo. Και είναι συγκλονιστικό.