© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Κοίτα τον! Κάνει τον καλό! Αλλά είναι τέρας λεπτομέρειας! Αν δεν του αρέσει το παραμικρό, δε βγαίνει με τίποτα το “ναι” από το στόμα του». Δεν έχουμε ακόμα αρχίσει την κουβέντα, και ο Σταμάτης Κραουνάκης αρχίζει τα πειράγματα στον σκηνοθέτη Άγγελο Φραντζή που κάθεται δίπλα μου. Η συνάντηση, στο σπίτι του Σταμάτη, απόγευμα Παρασκευής. «Να τα γράψεις αυτά» μου λέει ο Άγγελος. Ορίστε λοιπόν:
Ψείρας δηλαδή ο Άγγελος;
Σταμάτης Κραουνάκης: Δεν είναι ψείρας, απλά το έχει στο μυαλό του από την αρχή.
Άγγελος Φραντζής: Δε λες πως αντιδρώ όταν μου αρέσει κάτι.
Κ: Όχι, δεν έχω παράπονο, γενναιόδωρος είσαι εκεί.
Δηλαδή Άγγελε, είχες στο μυαλό σου ολόκληρο το «Νόμο του Μέρφι» με το που σου ήρθε η ιδέα;
Φ: Απ’ τη στιγμή που μπήκαμε σ’ αυτό το σενάριο, σχηματίστηκε αρκετά γρήγορα ο τρόπος με τον οποίο ήθελα να γυριστεί. Όσο βέβαια το χτίζεις φτάνεις όλο και πιο κοντά.
Η ιδέα όμως πως προέκυψε;
Φ: Από μια δύσκολη περίοδο, με χωρισμούς, θανάτους φίλων… Δούλευα στο σενάριο αρκετό καιρό με τον Κωστή Σαμαρά και την Κατερίνα Μπέη. Πάντα υπήρχε η ιδέα της ηρωίδας που βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, το «μπάρντο» που λένε οι Θιβετιανοί Βουδιστές, εκεί όπου η ψυχή ακουμπά όλες τις αντανακλάσεις της. Με βάση αυτή την ιδέα είχαν γραφτεί πρώτα δυο, τρία σενάρια – και κανένα από αυτά δεν είχε μια κοινή σκηνή. Όταν όμως «κλειδώσαμε» σε μια τελική μορφή και είδαμε το ρόλο που θα έχει η μουσική στην ταινία, σκέφτηκα αμέσως τον Σταμάτη. «Μακάρι» είπα «να μπορέσει να το κάνει».
Κ: Είχαμε γνωριστεί στο «Άλσος», είχε έρθει με την Κάτια (σ.σ.: Γκουλιώνη, πρωταγωνίστρια της ταινίας) και του είχα πει «Ελπίζω να με πάρεις σε καμιά ταινία», γιατί είχα αγαπήσει την «Ευτυχία».
Το «τρικ» σε μια τέτοια ταινία είναι να αντιπαρατάξεις την εσωστρέφεια της ηρωίδας σου, που σκάβει στον πυρήνα της για να βρει τον εαυτό της, με μια σκηνοθετική γραφή που κινείται προς την αντίθεση κατεύθυνση, την πιο «ελεύθερη» αν προτιμάτε.
Φ: Ακριβώς έτσι. Θέλοντας και μη, η ηρωίδα οδηγείται στην πηγή των τραυμάτων της, οπότε σιγά – σιγά η ταινία «αφήνεται», όπως αφήνεται κι αυτή. Γιατί μόνο όταν αφεθείς σε κάτι υπάρχει ελπίδα, νομίζω.
Πείτε μου τώρα λίγο τις αγαπημένες σας κωμωδίες.
Φ: «To be or not to be» εγώ, του Λιούμπιτς – ακραίο αριστούργημα. Φυσικά το «Αρσενικό και παλιά δαντέλα». Πεθαίνω επίσης με Πίτερ Σέλερς.
Κ: Λοιπόν, πρώτα το «Ένας ήρως με παντούφλες» του Σακελάριου. Μετά «Η μεγάλη απόδραση», με Λούι Ντε Φινές, Μπουρβίλ και Τέρι Τόμας. Επίσης το «Είναι ένας τρελός τρελός κόσμος» του Στάνλει Κράμερ, πάλι με θεϊκό καστ, αριστούργημα!
Φ: Και ο Βέγγος επίσης – σε αυτά που έχει σκηνοθετήσει ο ίδιος. Είναι «αλλού» αυτές οι ταινίες, του παραλόγου!
Πως πλησιάζει κανείς τη μουσική τονικότητα μιας κωμωδίας; Δεν αναφέρομαι στη μουσική της ταινίας, αλλά στην αφήγηση της που οργανώνεται σαν μουσική – και άρα πρέπει να υπηρετηθεί από ένα soundtrack ανάλογου ύφους. Σταμάτη, τι είπες όταν πρωτοδιάβασες το σενάριο;
Κ: Κόμπλαρα όταν είδα πως έπρεπε να ντύσω μουσικά αυτούς τους διαλόγους στη σκηνή του μιούζικαλ! Συνήθως όταν έρχεται ένα τέτοιο στοίχημα η πρώτη μου αντίδραση είναι «πας στο πιάνο και το παίζεις», οπότε πήρα τα χαρτιά μου, τα τύπωσα με μεγάλα γράμματα, τα πήρα στο πιάνο και έπαιξα τη όλη τη σκηνή. Για πολύ καλή μου τύχη έχω ένα συνεργάτη, τον Δημήτρη Ανδρεάδη, που είχε την ενορχηστρωτική επιμέλεια της δουλειάς. Καθόμασταν εδώ οι τέσσερις μας, εγώ, ο Άγγελος, ο Δημήτρης και ο Άντι, ο χορογράφος μας. Αυτή λοιπόν την πρώτη εκδοχή, που βγήκε με μια ανάσα, ο Δημήτρης την πέρασε σε ένα πρόγραμμα και τη «μοίρασε». Με αυτή την εγγραφή στον πυρήνα έκανε ο Άγγελος τα γυρίσματα.
Φ: Δε σου λέει βέβαια το άλλο! Επειδή ο Σταμάτης είναι χειμαρρώδης, μπορεί να γράψει δέκα διαφορετικά πράγματα και να στα δώσει απλόχερα. Έπρεπε λοιπόν να γίνει μια επιλογή απ’ όλα αυτά, καθώς έπρεπε να χρονομετρηθούν για τους μουσικούς και για τους ηθοποιούς μας. Λεπτομέρειες που ο κόσμος δεν μπορεί να φανταστεί: Σε τι χώρο θα γυριστεί η σκηνή; Πόσα βήματα θα κάνουν οι ηθοποιοί μέχρι να φτάσουν στον επόμενο στίχο; Μιλάμε για πολύ πριν αρχίσει η σκηνογραφία, πριν οργανωθούν όλα αυτά. Έπρεπε λοιπόν να τα φανταστούμε!
Κ: Δευτερόλεπτα μετρούσαμε! Τι λέει εδώ ο στίχος; Πόσα μέτρα θα περπατήσει ο ηθοποιός; Βγάλε δυο δευτερόλεπτα από κει, βάλε δύο εδώ. Υπήρχε δηλαδή από πίσω το μαθηματικό, ευφάνταστο μυαλό του Άγγελου, το οποίο μας καθοδηγούσε, δίχως να χάνει τον ενθουσιασμό του – και η σημαντική συνεισφορά του Κωστή Σαμαρά, που έγραψε τους στίχους. Από την αρχή που ξεκινήσαμε τη δουλειά πάντως, υπήρξε ένας παλμός ανάμεσα σε εμένα και τον Άγγελο. Γράψαμε αμέσως τρία τραγούδια, δουλέψαμε τους στίχους λέξη προς λέξη.
Δε θυμάμαι τραγούδι στην ταινία όμως!
Κ: Μα δεν μπήκε κανένα! Όταν έγραψα το πρώτο τραγούδι εγώ είπα, ωραία, έχουμε τραγούδι τίτλων. Ε, σκασίλα του!
Φ: Μα είχαμε σκηνή μιούζικαλ μέσα στην ταινία, δε θα μπορούσαμε να έχουμε και τραγούδια.
Τι σου έλεγα πριν Άκη; Έρρεε το υλικό!
Κ: Μπαίνουν στο soundtrack πάντως αυτά τα τραγούδια με τις αγαπημένες μου φίλες, τη Δήμητρα Γαλάνη και την Τάνια Τσανακλίδου, με τις οποίες είχα να φτιάξω κάτι πάρα πολλά χρόνια! Και ήρθαν αυτές οι γυναίκες της ζωής μου, με μια έμπνευση… Ήταν εκ Θεού όλο αυτό. Μια δύναμη από ψηλά μας οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα.
Φ: Όταν τελειώσαμε τα γυρίσματα και πια υπήρχε η ταινία, έπρεπε πλέον να δουλευτεί μουσικά στα επιμέρους κομμάτια της. Και ο Σταμάτης, αυτός ο χειμαρρώδης και ανοικονόμητος άνθρωπος, ήταν αυτός που είχε μια πραγματική αίσθηση οικονομίας – πιο πολύ από εμένα. Του έλεγα «Ρε συ Σταμάτη εδώ πρέπει να μπει κάτι», και μου έλεγα «Δεν κάνει, δεν το σηκώνει», και κάθε φορά είχε δίκιο. Που ξέρεις, συνήθως συναντάς μουσικούς που θέλουν κυριολεκτικά να πήξουν την ταινία στη μουσική! Εκείνος όμως μας έλεγε «Δυο νότες θέλει εδώ η ταινία, τίποτα παραπάνω», και αυτό ήταν τρομερά απελευθερωτικό. Θυμάμαι στην αρχή, στους τίτλους, τρεις νότες έπαιζε ο Σταμάτης. Και μου λέει, να δεις, αυτό θα γίνει φανταστικό θέμα. Ούτε που το φανταζόμουν – αλλά έτσι κι έγινε.
Κ: Πολλά πράγματα γεννήθηκαν σε μια στιγμή. Ο Τάκης ο Αργυρίου, ο ηχολήπτης μας, δε φεύγει ποτέ από το στούντιο, αλλά σηκώθηκε και πήγε να τη δει, επειδή αγάπησε το υλικό. Κι αυτός (σ.σ.: δείχνει τον Άγγελο), είναι όντως ένας Άγγελος. Είμαι τόσο χαρούμενος και ευγνώμων που νιώθω πως τα καταφέραμε μέσα σε αυτή τη γενική λαίλαπα.
Φ: Οι συντελεστές σ’ αυτή την ταινία ήταν μια ευλογία, όχι μόνο οι ηθοποιοί. Οι πάντες! Δεν είχα ποτέ μου καλύτερη ομάδα.
Υπάρχει και κάτι άλλο που ευνόησε το αποτέλεσμα νομίζω, η κοινή σας αγάπη για τον αξέχαστο Νίκο Παναγιωτόπουλο – κάτι που ισχύει και για τον Κωστή Σαμαρά, τον συν-σεναριογράφο της ταινίας που ξέρω πόσο τον αγαπούσε. Σίγουρα συνέβαλε στην Παναγιωτοπουλική ελαφράδα που χαρακτηρίζει την ταινία.
Κ: Ο Νίκος ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε να «διαβάζω» το σινεμά. Με το Νίκο έμαθα να ακολουθώ το σινεμά. Και γι’ αυτό ήμουν, ίσως, ο πρώτος άνθρωπος που διάβαζε το σενάριο, μόλις το είχε έτοιμο. Την εποχή που κάναμε το «Πεθαίνοντας στην Αθήνα» και είχε έρθει στο στούντιο, ήταν μια από τις ελάχιστες φορές που είδα αυτόν τον είρωνα, με την αρχαία έννοια, να συγκινείται. Γυρίζω με τον άκρη του ματιού μου και του λέω: «Αποχαιρετάς τον ερωτικό σου εαυτό με αυτή την ταινία». «Πως το κατάλαβες;» μου κάνει.
Φ: Είναι για να ανατριχιάζεις σε κάθε νότα στο «Πεθαίνοντας στην Αθήνα», πανέμορφη δουλειά. Για να μη μιλήσω για το «Αυτή η νύχτα μένει», και όλα τα άλλα που έχουν μείνει ιστορικά. Σίγουρα συνέβαλε στην ταινία αυτή η σχέση. Λάτρευα το Νίκο. Και προσωπικά αλλά και σαν σκηνοθέτη.
Η ταινία μοιάζει να διεκδικεί τον δικό της χώρο στο Ελληνικό σινεμά. Όταν κάνουμε κωμωδίες, τις κάνουμε συνήθως χοντροκομμένες, όταν το γυρνάμε στα δράματα, οι ταινίες μας είναι λίγο «στρείδια» που λέμε, εσωστρεφείς. Εσύ κάνεις μια ταινία που έχει προσωπική υπογραφή: Όταν τη βλέπω, καταλαβαίνω ποιος την έχει κάνει. Ταυτόχρονα, δεν είναι μια κλειστή ταινία.
Φ: Ήταν στόχος αυτός, και το λέω συνέχεια – θα με καταλάβεις πολύ καλά: Αυτό που έγινε στη δεκαετία του ’70 στην Αμερική, όπου σπουδαίοι σκηνοθέτες έκαναν προσωπικές ταινίες μέσα από τα είδη αλλά συνδυάζοντας και τις Ευρωπαϊκές επιρροές τους, από τον Ιταλικό νεορεαλισμό, μέχρι τη Νουβέλ Βαγκ, δεν ξανάγινε ποτέ στο σινεμά. Μιλάμε για ταινίες που ήταν τρομερά προσωπικές, αλλά και με μια μεγάλη απεύθυνση, χρησιμοποιώντας τα είδη σαν ενδιάμεσο. Αυτή η περίοδος με γοητεύει τρομερά. Και ήθελα να κάνω κάτι πολύ προσωπικό και εξωστρεφές ταυτόχρονα. Ίσως να βρίσκομαι εγώ σε μια τέτοια περίοδο τώρα.
Κ: Φοβάμαι μην πω χοντράδα, αλλά η Κάτια Γκουλιώνη στην ταινία, μόνο με την Τζουλιέτα Μασίνα μπορεί να συγκριθεί. Είναι καταπληκτικό αυτό που κάνει, σε όλες τις μεταμφιέσεις της. Είναι τόσο αστεία, χωρίς να κάνει τίποτα αστείο.
Βρισκόμαστε πάντως σε μια εποχή που δύσκολα αναδεικνύεσαι κάνοντας «το δικό σου». Οι περισσότεροι σεναριογράφοι που ξέρω, ψάχνουν να βρουν την ιδέα που θα πουλήσουν στο Netflix, οι περισσότερες ταινίες είναι remakes, τα περισσότερα νέα τραγούδια ή που θα είναι κακές διασκευές, ή που θα μοιάζουν τρομερά μεταξύ τους…
Κ: Εγώ θα απαντήσω για πάρτη μου. Αν έκανα αυτό που λέμε «καριέρα», αν δεχτούμε δηλαδή πως υπάρχει αυτή η λέξη, την έκανα κάνοντας το προσωπικό, κοινό θέμα. Και όσοι είχαν τον ίδιο χτύπο, έμπαιναν στο κόλπο. Άλλοι αδιαφορούν, άλλοι σε μισούν, και καταλαβαίνεις κάποια στιγμή πως αυτό έχει δυναμική, όταν δηλαδή λες «βρε, είναι κι άλλοι σαν κι εμάς». Μπορώ να σου πω πως όχι μόνο δεν παρασύρθηκα, αλλά πάντα με ανησυχούσε το επόμενο βήμα. Και το επόμενο βήμα μου μετά απ’ αυτό το soundtrack θα είναι ακόμα πιο τολμηρό και ακόμα πιο λιτό.
Εσύ Άγγελε, τώρα που η ταινία έχει τελειώσει, αισθάνεσαι να έχεις «βγει από το τούνελ» όπως η ηρωίδα σου;
Φ: Είναι πολύ νωρίς για να το πω από τώρα. Αλλά ναι, νιώθω πως με βοήθησε τρομερά στο να δω πράγματα δικά μου. Κάθε ταινία άλλωστε είναι και μια εξερεύνηση, όσο κι αν ξέρεις τι θες να κάνεις. Πάντα εξερευνάς. Σημασία έχει να είσαι όσο πιο ειλικρινής γίνεται με το συναίσθημα σου. Άλλωστε δεν κάνεις μια ταινία για να πεις κάτι. Την κάνεις για να την κάνεις. Είναι αυτό που έλεγε ο Παναγιωτόπουλος: Δεν κάνεις ταινία για να στείλεις κάποιο μήνυμα, αν θες να στείλεις μήνυμα παίρνεις το κινητό σου. Αυτά είναι τα κατάλοιπα του φρικτού εκπαιδευτικού μας συστήματος, τότε που μας έλεγαν «διάβασε το ποίημα και πες μου ποιο είναι το μήνυμα». Αν ήθελε ο άνθρωπος να γράψει μήνυμα, τέτοιο θα έγραφε, όχι ποίημα! Κι έρχονται μετά και μας ρωτάνε, «ποιο είναι το μήνυμα της ταινίας;». Ποιο μήνυμα ρε φίλε;