© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ήταν απροσδόκητος αυτός ο Χρυσός Λέοντας στο τελευταίο Φεστιβάλ Βενετίας. Τα τελευταία χρόνια βραβεύονται κυρίως Αμερικάνικες ταινίες – και η βράβευση αυτή δεν είναι ποτέ τυχαία: Βραβεύοντας τον «Παλαιστή» του Αρονόφσκι, το «Σχήμα του Νερού» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο και, φυσικά, το πρώτο «Τζόκερ» του Τοντ Φίλιπς, το Φεστιβάλ έδινε με τον τρόπο του μια «γραμμή» αναφορικά με μια κινηματογραφία που τυγχάνει η μεγαλύτερη του πλανήτη, για καιρό.
Φέτος όμως το Λιοντάρι πήγε στον Αλμοδόβαρ που υπογράφει εδώ «Το διπλανό δωμάτιο», μάλλον την πιο «εσωτερική» ταινία της καριέρας του – και μια από τις καλύτερες αυτής της τελευταίας περιόδου του. Όλα αυτά, μέσα από την ιστορία της Μάρθας, πολεμικής ανταποκρίτριας που αντιμετωπίζει έναν επιθετικό καρκίνο (η Τίλντα Σουίντον σε διπλό ρόλο – ενσαρκώνει και την κόρη της ηρωίδας). Στο νοσοκομείο συναντά μια παλιά της φίλη, την Ίνγκριντ, η οποία θα γίνει το κύριο στήριγμα της ζωής που της έχει απομείνει – και ενώ έχει ήδη πάρει την απόφαση να δώσει εκείνη το τέλος στο μαρτύριο της. Προφανώς και είναι αβανταδόρικο το θέμα, και άνετα θα μπορούσε να προκύψει ένα ασφυκτικό μελόδραμα, ο Αλμοδόβαρ όμως επιλέγει εδώ μια φαινομενική… ψύχρα, αναζητώντας τον σωστό ρυθμό γι’ αυτήν εδώ την ιστορία. Αντιλαμβάνεται μάλιστα κανείς, πολύ γρήγορα, πως η πολιτική αιχμή της δεν περνάει απαρατήρητη από τον ίδιο – χωρίς όμως αυτό το σχόλιο να καταλαμβάνει και ένα μεγάλο σώμα της ταινίας. Δεν χρειάζεται: Ο τόνος που έχει επιλεχθεί εντέλει, κουβαλά μέσα του όλες τις πτυχές αυτής της προβληματικής, καθώς ο Αλμοδόβαρ ανακαλύπτει μια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στο Δράμα και την αποδοχή του. Μόνη μου ένσταση: Μου έλειψε η ρυθμική μουσικότητα της γλώσσας που αναδείκνυε το χιούμορ των Αλμοδοβαρικών διαλόγων στα αυτιά μας εδώ και περίπου 40 χρόνια.
Το κοινό πάντως περιμένει πως και πως το σίκουελ του Μονομάχου («Μονομάχος 2») λέγεται, για να μη μπερδευόμαστε), και ο ακούραστος Ρίντλεϊ Σκοτ μοιάζει να έχει φτιάξει, συνειδητά, ένα μεγάλο crowd-pleaser. Υπάρχει μάλιστα και μια, κάποιου είδους συγγένεια εδώ, αναφορικά με το πρώτο «Gladiator» (ο ήρωας είναι… ανιψιός του χαρακτήρα που ενσάρκωσε ο Γιόακιν Φίνιξ στο πρώτο φιλμ). Χρόνια λοιπόν αφότου έγινε μάρτυρας του θανάτου του αξιοσέβαστου Μάξιμου από τα χέρια του θείου του, ο Λεύκιος αναγκάζεται να εισέλθει στο Κολοσσαίο, αφού η πατρίδα του κατακτήθηκε από τους τυραννικούς αυτοκράτορες που πλέον ηγούνται της Ρώμης. Τα γεγονότα τον φέρνουν πίσω στη Ρώμη, όπου κάνει νέους εχθρούς και ξανανταμώνει με την μητέρα του – αλλά όχι για πολύ, γιατί κάποιος πρέπει να πεθάνει! Αλλιώς, τι θα εκδικηθεί ο ήρωας μας; Πολ Μέσκαλ και Πέδρο Πασκάλ οι πόλοι του δράματος, ο Ντένζελ Ουάσινγκτον παρατηρεί και ο Σκοτ σκηνοθετεί μεγαλεπίβολες σεκάνς δράσης που συμπεριλαμβάνουν συγκρούσεις και μονομαχίες μέχρι και με… καρχαρίες!
Το «Με αξιοπρέπεια» του Δημήτρη Κατσιμίρη βγαίνει επίσης σήμερα στις αίθουσες και είναι μια… αξιοπρεπή προσπάθεια για ένα ελληνικό diy σινεμά χαμηλού προϋπολογισμού, αλλά ειδικού κέντρου βάρους: Με αφορμή την ημέρα των γενεθλίων του, ο γιος ενός 80χρονου που έχει χτυπηθεί από εγκεφαλικό, καλεί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας για να τους ανακοινώσει πως αδυνατεί πλέον να τον φροντίζει. Δεν έχουν όλοι οι ηθοποιοί το ειδικό βάρος για να σηκώσουν τους ρόλους τους, υπάρχει όμως εδώ μια αμεσότητα και ένας ρεαλισμός που δύσκολα θα μπορούσε να «κατασκευαστεί» σε ένα ακριβότερο πλατό. Τέλος, στο «Γόνατο της Αχμέντ», ένας Ισραηλινός σκηνοθέτης ταξιδεύει σε μια απομακρυσμένη κωμόπολη όπου παρουσιάζεται η τελευταία ταινία του. Ο τίτλος κλεμμένος από προτροπή Ισραηλινού βουλευτή που, με αφορμή τη σύλληψη της Aχεντ Ταμινί, μιας Παλαιστίνιας διαδηλώτριας, δήλωσε πως θα έπρεπε να «την πυροβολήσουν στο γόνατο»!