«Τζόκερ: Τρέλα για δύο» αναγράφεται στον τίτλο, αλλά αυτοί οι δύο είναι ο Γιόακιν Φίνιξ και ο Τοντ Φίλιπς: Το φιλμ μοιάζει να είναι ένα πόνημα που έφεραν εις πέρας από κοινού, μιας και επίσης, η Γκάγκα ως χαρακτήρας στο φιλμ, είναι τόσο αβαρής, τόσο φτωχά γραμμένη και ανεπτυγμένη, που αν δεν τραγουδούσε κιόλας, θα ήταν σα να μην υπήρχε.
Είναι μια παράξενη ταινία αυτός ο δεύτερος Τζόκερ, ακόμη περισσότερο ταινία «δημιουργού» από την πρώτη, που σάρωσε βραβεία, ταμεία και προγνωστικά. Ήταν αυτή η επιτυχία που χάρισε στον σκηνοθέτη μια carte-blanche για να κάνει το σίκουελ όπως ήθελε. Άλλωστε κανείς δεν είχε προβλέψει πως ο «Τζόκερ» του 2019, με τον όχι ιδιαίτερα υψηλό του προϋπολογισμό, την ακραία βία και την αναζωογονητική ηθική του αμφισημία, θα ξεπερνούσε το ένα δισεκατομμύριο σε εισπράξεις, οπότε οι παραγωγοί είπαν στον άνθρωπο «Κάντε ό,τι θέλετε, εσείς ξέρετε». Συνήθως, όταν το ακούει αυτό ένας σκηνοθέτης, ξεχνάει κι αυτά που ξέρει. Αποφασισμένοι να μη χρειαστεί να ξαναγυρίσουν άλλο «Τζόκερ», οι Φίνιξ και Φίλιπς επιχειρούν μια πικρόχολη αποδόμηση του ήρωα που έπλασαν στο πρώτο φιλμ, διανθίζοντας όμως το υλικό με πολλά τραγούδια φημισμένων crooners (μέχρι και ο Ζακ Μπρελ αναφέρεται όταν ο Φίνιξ τραγουδά το «If you go away», την αμερικάνικη βερσιόν του «Ne me quitez pas» που τραγούδησε ο Σινάτρα), τα οποία ο Φίλιπς σκηνοθετεί ξεκάθαρα με κέφι και όρεξη – δε θα έλεγα όμως και με ιδιαίτερη έμπνευση. Άλλωστε κι η ίδια η show business έχει σχολιάσει καυστικά την ίδια της τη φύση, τη σκοτεινή της δηλαδή πλευρά – μας το θύμισε και η επανέκδοση του «All that Jazz» του Μπομπ Φόσι, ταινία που σίγουρα έχει αφήσει την επιρροή της εδώ.
Είναι μια επιλογή που αποξενώνει τον θεατή, κυρίως επειδή αχρηστεύει οποιαδήποτε απόπειρα κοινωνικής ανάγνωσης εκείνου του «φαινομένου» Τζόκερ σε σχέση με το σήμερα, ακριβώς αυτό δηλαδή το στοιχείο που ερέθισε τόσο τους λάτρεις, αλλά και τους επικριτές του. Ο Φίλιπς θέλει να επαναφέρει και τους δυο στην τάξη. Γι’ αυτό και τούτη η επιλογή, γι’ αυτό και – σε αντίθετη με το πρώτο φιλμ – η ηθική πυξίδα της ταινίας είναι πάντα σταθερή, και σε πρώτο πλάνο. Στη δίκη του (γιατί γύρω απ’ αυτήν στήνεται ο όλος μύθος, λίγο μετά τα γεγονότα του πρώτου φιλμ), ο Τζόκερ έρχεται αντιμέτωπος με όλους εκείνους που έζησαν από κοντά τη δολοφονική του μανία, και οι τραυματικές μαρτυρίες τους στο εδώλιο μοιάζουν να φέρνουν το θεατή αντιμέτωπο με τις τότε επευφημίες του: Καλά γοητευτήκατε απ’ αυτό το τέρας; Αυτό το αξιολύπητο ανθρωπάκι που πήρε έξι ζωές επειδή αισθάνθηκε πως η ζωή τον αδίκησε; Όλη η σκηνογραφική έμπνευση του κόσμου λοιπόν δε θα μπορούσε να σώσει το φιλμ από τον διδακτισμό, και την υπόκωφη ηθικολογία του. Ο ανθρωπισμός του Νόλαν δεν είναι ποτέ κραυγαλέος, για να πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα μέσα από το ίδιο σύμπαν. Κι όμως, αυτό δεν αρκεί για να απορρίψεις το «Τζόκερ 2» που σχεδόν οδηγεί εσένα στη σχιζοφρένεια, γιατί μαζί με όλα αυτά τα προβλήματα, είναι ένα φιλμ που παίρνει σοβαρά ρίσκα – τέτοια που ελάχιστοι σκηνοθέτες έχουν πάρει τα τελευταία δέκα, δεκαπέντε χρόνια – και θα αφήσει πίσω του πολλούς οργισμένους φανς. Αναντίρρητα λοιπόν, διαθέτει τη δική του γοητεία.