© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Οι καλές κινηματογραφικές ιδέες στο Buzzheart είναι λίγες – και δυστυχώς, αυτό δε σημαίνει πως εδώ κυριαρχούν τα κλισέ.
Γιατί η τελευταία αυτή ταινία του Ντένη Ηλιάδη, που σηματοδοτεί και την επιστροφή του σε ελληνικό έδαφος μετά το, ομολογουμένως ωραιότατο ριμέικ του «Last house on the left», το μάλλον αποτυχημένο «Plus one» και άλλα δυο φιλμ τρόμου που δεν είδαμε ποτέ εδώ, είναι γεμάτη από ιδέες συγκεχυμένες και ασυνάρτητες, ιδέες σεναριακές μα και σκηνοθετικές, αναζητώντας ένα προσωπικό ύφος για να αφηγηθεί ένα θεαματικά αναληθοφανές σενάριο που πότε θαρρείς πως φλερτάρει με το Φεστιβαλικό «κοινό» (δυο – τρία πλάνα μοιάζουν να χρωστούν την ύπαρξη τους στον Κυνόδοντα), κι άλλοτε ποζάρει ως ελληνική εκδοχή ενός τυπικού horror της Α24.
Με άλλα λόγια, είναι ένα φιλμ χωρίς ξεκάθαρη ταυτότητα, καθώς αρνείται να υποταχθεί στις συμβάσεις ενός καθαρόαιμου θρίλερ, αλλά αδυνατεί να τις αντικαταστήσει με κάτι πραγματικά φρέσκο και δημιουργικό. Είναι να απορείς: Σπανίως φαλτσάρει η ταινία όταν απαιτείται κάποιο σασπένς, κάτι που αποδεικνύει τις σκηνοθετικές ικανότητες του Ηλιάδη – αλλά το σασπένς εδώ μοιάζει να μην είναι το ζητούμενο.
Αν όμως δεν είναι το σασπένς το ζητούμενο, τότε ποιο είναι; Το δράμα; Η ταινία αποχαιρετά τον ρεαλισμό από το πρώτο της πλάνο! Προσέξτε: Ένας νεαρός μαθαίνει για μια κοπέλα που εργάζεται προσφέροντας «έξτρα» υπηρεσίες σε ένα γραφείο μασάζ, επισκέπτεται το «μέρος», τη ζητά σε ραντεβού, και εκείνη του προτείνει αμέσως να περάσουν μαζί ένα τριήμερο, παρέα όμως και με τους αλλόκοτους γονείς της, σε κάποιο μακρινό εξοχικό σπίτι – ζητώντας μάλιστα από τον νεαρό να συστηθεί ως το αγόρι της. Είναι ήδη «γειά σου» το στόρι, αλλά να μείνουμε λίγο στο μασατζίδικο; Στο διάδρομο του, περιμένουν… ηλικιωμένοι και παιδιά! Δεν είναι δηλαδή μια βιτρίνα αγοραίου έρωτα: Η υπάλληλος-μασέζ-ηρωίδα το κάνει στα κρυφά (ή σε συνεννόηση με την αφεντικίνα της – δεν έχει σημασία), για χαρτζιλίκι. Και αναρωτιέμαι: Σε ποιο σύμπαν ένας νεαρός που είναι διατεθειμένος να πληρώσει για να «περάσει καλά» δεν πάει κατευθείαν σε ένα τέτοιο μαγαζί;
Βέβαια, αν αρχίσουμε να ξεψαχνίζουμε το σενάριο έτσι δε μένουν και πολλά – ειδικά όταν φτάνουμε στο τελευταίο μέρος, εκεί που τα flashback (άτσαλα τοποθετημένα μέσα στη δράση) γίνονται επιτέλους αποκαλυπτικά και μαθαίνουμε για ποιο λόγο συμβαίνουν όλα αυτά. Ποια «αυτά»; Μα οι γονείς της κοπέλας, για να βεβαιωθούν πως ο σύντροφος της μοναχοκόρης τους είναι ο κατάλληλος, τον υποβάλλουν σε μια σειρά από δοκιμασίες, εξετάζοντας μία προς μία τις αρετές του. Σπουδαγμένοι ψυχολόγοι και οι δυο, ξέρουν πολύ καλά τι συνιστά αληθινό συναίσθημα. Κρίμα που δεν το ξέρει και η ταινία.
Βλέπετε, υπάρχει μια διάχυτη ψυχρότητα στο φιλμ, και οι ερμηνείες αποφεύγουν σκοπίμως τον ρεαλισμό, σα να υπάρχει εδώ κάτι βαθύτερο που πρέπει να ακουστεί, όμως ούτε η καλή ερμηνεία της Εβελίνας Παπούλια (η καλύτερη όλων εδώ) αρκεί για να το αναδείξει. Όχι πως δεν υπάρχουν εξαιρετικές ταινίες τρόμου βασισμένες στη μητρότητα, που μάλιστα λειτουργούν άψογα ως αλληγορίες (μη σκέφτεστε το «Μωρό της Ρόζμαρι», δοκιμάστε το άπαιχτο στην Ελλάδα «Triangle» του Κρίστοφερ Σμιθ, παραγωγής 2009). Εδώ όμως ούτε τρομάζεις, ούτε εκπλήσσεσαι – όχι επειδή το twist είναι προβλεπόμενο, αλλά επειδή, όταν φτάνει η ώρα του έχεις ήδη παραιτηθεί.
Μετά λοιπόν το «Μην ανοίγεις την πόρτα», άλλη μια προσπάθεια για Ελληνικό Φανταστικό έρχεται να απογοητεύσει τους θιασώτες του είδους. Και το «Buzzheart», μια ταινία που, να το πούμε κι αυτό, καλή ή κακή, είναι σίγουρα εντελώς, μα εντελώς ακατάλληλη για θερινή προβολή, έτσι όπως χάνονται οι λεπτομέρειες στο sound design αλλά και στη φροντισμένη φωτογραφία, μοιάζει να πλήρωσε αυτό το κακό προηγούμενο, αν και απ’ ότι είδα, οι κριτικές που μάζεψε ήταν σίγουρα καλύτερες απ’ αυτές του φιλμ των αδελφών Καρπά: Στο θερινό όπου την είδα (Φιλίπ, στη Νέα Σμύρνη – τα ηχεία του οποίου θέλουν επειγόντως αντικατάσταση) ήμουν εγώ κι άλλος ένας.