© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Έρχεται κάθε Σεπτέμβριο αυτό το μποτιλιάρισμα στα σινεμά – συνήθως στα τέλη του μήνα, όταν τα θερινά ετοιμάζονται για κλείσιμο, πριν λήξουν δηλαδή τα δικαιώματα των ταινιών που έχουν μείνει στα ράφια των γραφείων διανομής. Οκτώ ταινίες μετρήσαμε αυτή την εβδομάδα, ένας αριθμός που θα ήταν υπερβολικός μονάχα αν όλες αυτές οι ταινίες είχαν ένα κάποιο ενδιαφέρον.
Ξεχωρίζει με μιας όμως ένα πολύ ιδιόμορφο φιλμ από τη Σενεγάλη, με τίτλο «Μπανέλ & Αντάμα», μια ερωτική ιστορία κάπως διαφορετική από τις άλλες: Η δράση τοποθετείται σε κάποιο απόμακρο Σενεγαλέζικο χωριό, όπου συναντάμε τους εραστές του τίτλοι, ένα νεαρό παντρεμένο ζευγάρι που ζει τον έρωτά του, ένας έρωτας όμως που δύσκολα θα ανθίσει στο άνυδρο αυτό τοπίο όπου ευδοκιμούν κυρίως έθιμα και προκαταλήψεις. Ο δε Ανταμα είναι ο κληρονόμος της θέσης του αρχηγού, την οποία όμως και αρνείται. Κάποιες δεκαετίες πριν, το ελληνικό κινηματογραφικό κοινό είχε αγκαλιάσει ένα μικρό αφρικάνικο φιλμ με τον τίτλο «Γιέλεν – Το φως», και αυτή εδώ η ταινία της Ραμάτα Τουλαγιέ-Σι (που είναι μεν Σενεγαλέζα, αλλά γεννημένη και μεγαλωμένη στο Παρίσι) μοιάζει να πατά πάνω στην ίδια παράδοση ενός σινεμά που, με τη σειρά του, επιστρέφει σε μια ανάγνωση καθαρά μυθολογική, ενώνοντας τα πιο καθαρά ανθρώπινα συναισθήματα με το συμπαντικό αποτύπωμα τους. Μοιάζει σχεδόν με εξωσωματική εμπειρία.
Ο Ρομπέν Καμπιγιό του «120 χτύποι ανά δευτερόλεπτο» επιστρέφει με «Το κόκκινο νησί», μια γλυκόπικρη, ελαφρώς αυτοβιογραφική ταινία, που αφηγείται την ιστορία ενός μικρού αγοριού που μεγαλώνει στη Μαδαγασκάρη του ’70, στα τελευταία χρόνια δηλαδή της Γαλλικής αποικιοκρατίας. Αγαπημένη ασχολία του μικρού, να διαβάζει το αγαπημένο του κόμικ, σκηνές του οποίου αναπαριστά με μεγάλο κέφι ο Καμπιγιό στα πρώτα πλάνα του φιλμ. Με αφήγηση αποσπασματική, παρακολουθούμε σχεδόν βινιέτες από τη ζωή του μικρού ήρωα μας, με αισθητική που φέρνει κάτι σε Γουές Άντερσον, και χαρακτήρες εξίσου επιφανειακούς.
Στα υπόλοιπα, «Η παράσταση του Σινγκ-Σινγκ» αφορά μια θεατρική ομάδα φυλακισμένων. Πρόκειται για αμερικάνικο δράμα, «ντυμένο» με μελαγχολικό πιανάκι σχεδόν από την αρχή μέχρι το τέλος (για να συγκινηθούμε), αλλά τι να μας κάνουν αυτά όταν έχουμε δει το «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» των Ταβιάνι; «Το κάλεσμα του σπουργιτιού» αποτελεί μια μετριότατη προσπάθεια για ψυχολογικό θρίλερ, όπου μια γυναίκα παγιδεύει τον παντρεμένο εραστή της στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Μονάχα το μοντάζ προσπαθεί να επιβάλει μια κινηματογραφική ροή σε αυτή την αφόρητα τετριμμένη και γεμάτη κλισέ ιστορία.
Καλύτερα τα καταφέρνει ο Λατζ Λι με το φιλμ «Οι Παρείσακτοι», όπου, στο όνομα του «εξευγενισμού» και της προόδου, μια σειρά εργατικών κατοικιών μπαίνει στο στόχαστρο των Δημοτικών Αρχών, αναγκάζοντας εκατοντάδες οικογένειες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Όμως είναι η καλοστημένη αφήγηση που σε κερδίζει, γιατί οι εικόνες αυτές καθ’ αυτές, ενδιαφέρονται περισσότερο για το στυλιζάρισμα παρά για τον ρεαλισμό τους.