Skip to main content

Ανανεωμένος Τιμ Μπάρτον!

Επιστρέφοντας σε ένα παλιό του διαμαντάκι, ο δημοφιλής δημιουργός «ξανανιώνει»

Δεν θα λέγαμε πως χρειαζόταν και sequel ο πρώτος «Σκαθαροζούμης» του Τιμ Μπάρτον, 36 χρόνια μετά – αφήστε δε που ο Σκαθαροζούμης ο ίδιος είναι ζήτημα αν εμφανιζόταν πάνω από ένα τέταρτο στο ξεκαρδιστικό εκείνο πρώτο φιλμ.

Αν και το πραγματικό μας ζήτημα, όταν ανακοινώθηκαν τα γυρίσματα του «Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης» ήταν το εξής: Η πρώτη ταινία ήταν Τιμ Μπάρτον στα καλύτερα του, δηλαδή γοτθικός, μακάβριος, ξεκαρδιστικός, ανατρεπτικός, σχεδόν αναρχικός. Έλα όμως που με τα χρόνια, η «τρέλα» του σκηνοθέτη πλαστικοποιήθηκε, το δε σκοτάδι μέσα του φωταγωγήθηκε λες και ο ίδιος δεν… βασανιζόταν πια. Όλα αυτά, αν με ρωτάτε, από το «Big Fish» και μετά, από τότε δηλαδή που ο Μπάρτον έμοιαζε να είχε συμφιλιωθεί με τους δαίμονες του, και ό,τι είχε απομείνει, κατάντησε αισθητικό εργαλείο δίχως ρίζες. Μπήκαμε δηλαδή στην αίθουσα με μια ανησυχία. Ε, η ανησυχία αυτή μας έφυγε από το πρώτο πλάνο. Ο Μπάρτον εδώ μοιάζει εντελώς ανανεωμένος – όταν βέβαια η πρόσφατη σύντροφος του ακούει στο όνομα Μόνικα Μπελούτσι (που έχει και ρολάρα εδώ), πως να μην ανανεωθείς; Στο τωρινό σίκουελ η ζωή της Λίντια (την ερμηνεύει και πάλι η Γουινόνα Ράιντερ) ανατρέπεται όταν η επαναστάτρια έφηβη κόρη της, η Άστριντ, ανακαλύπτει το μεγάλο της μυστικό και ξεκλειδώνει, άθελα της, μια πύλη που φέρνει τον Μάικλ Κίτον πίσω στα εγκόσμια. Ο Μπάρτον πάλι επιστρέφει στην ομορφιά των αναλογικών εφέ αλλά και του Γερμανικού εξπρεσιονισμού, παραγεμίζοντας το υλικό του με σινεφιλικές αναφορές (το γυρνά ενίοτε και σε ασπρόμαυρο), και το τελικό αποτέλεσμα θυμίζει οικογενειακό τραπέζι με τους παλαβιάρηδες συγγενείς που συναντάς μια φορά στα δέκα χρόνια και χαίρεσαι καθώς διαπιστώνεις πως κουβαλούν ακόμα κάτι από την παλιά τους τρέλα.

Ενθουσίασε τον Στίβεν Κινγκ το «Strange Darling» και δεν είναι ο μόνος: Οι φίλοι του Φανταστικοί παραμιλούν ήδη για αυτό το παράξενο όσο και αγωνιώδες θρίλερ όπου δυο άγνωστοι ετοιμάζονται να περάσουν μια ερωτική βραδιά μαζί, μόνο και μόνο για να διαπιστωθεί πως και οι δυο είναι… serial killers. Κινηματογραφημένο εξ ολοκλήρου σε φιλμ, στην πολιτεία του Όρεγκον, το φιλμ διαθέτει γενναίες δόσεις μαύρου χιούμορ και το γεγονός πως έχουμε να κάνουμε με δυο ψυχοπαθείς προσθέτει ένα ατού: Κανείς δεν ξέρει πως θα εξελιχθεί η ιστορία. Προσθέτει όμως και ένα πρόβλημα: Όταν και εκείνος, και εκείνη είναι σχιζοφρενείς, με ποιανού το μέρος θα συνταχτούμε; Με κανενός το μέρος, αφού ο πραγματικός ήρωας εδώ είναι το ίδιο το σινεμά, έτσι όπως ο σκηνοθέτης Τζέι Τι Μόλνερ αναδιανέμει χρονικά τη δράση, παίζοντας έτσι σχεδόν Ταραντινικά με όλες τις δυνατότητες του μέσου. Είναι σίγουρα ένας ταλαντούχος κινηματογραφιστής, και περιμένουμε με ενδιαφέρον την επόμενη δουλειά του – όπου ίσως θα έχει και ακόμα περισσότερα να πει.

Σε μια δίκη «αιώνα» επικεντρώνεται ο Σεντρίκ Καν, και δεν είναι η πρώτη φορά που τα σενάρια του αναζητούν έμπνευση στα εγκληματολογικά χρονικά (είχε σκηνοθετήσει το αριστουργηματικό «Ρομπέρτο Σούκο», που δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ στη χώρα μας). Βρισκόμαστε στο 1976, όπου και ξεκινάει η δεύτερη δίκη του Πιέρ Γκολντμάν, ακροαριστερού ακτιβιστή που είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τέσσερις ένοπλες ληστείες, μία από τις οποίες είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο δύο φαρμακοποιών. Στην τελευταία δίκη υποστηρίζει την αθωότητά του και μέσα σε λίγες εβδομάδες γίνεται είδωλο της διανοούμενης Αριστεράς. Επενδύοντας σε έναν ρεαλισμό που σε τραβάει από το μανίκι, ο Καν ανατρέχει στα αληθινά πρακτικά της δίκης σκιαγραφώντας, με την «Υπόθεση Γκόλντμαν» τα όρια μιας κοινωνίας που ταλανίζεται από ρατσισμό και αδικία, τα ίχνη της οποίας είναι ακόμα ορατά στη Γαλλία.

Τέλος έχουμε και τις επανεκδόσεις της εβδομάδας: Η «Μικρή ερωτική ιστορία» του Κριστόφ Κισλόφσκι, γυρισμένη το 1988, αποτέλεσε τότε θυμάμαι μεγάλη εμπορική επιτυχία, και ήταν ουσιαστικά το διαβατήριο του σκηνοθέτη για το Παρίσι. Εδώ, ένας 19χρονος παρακολουθεί εμμονικά μέσα από ένα τηλεσκόπιο μια μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα που ζει στο απέναντι διαμέρισμα, ενώ βγαίνει επίσης σήμερα η «Μαγική Πόλις», η πρώτη ταινία του Νίκου Κούνδουρου, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσπάθειες για Ελληνικό νεορεαλισμό, σε ψηφιακώς αποκατεστημένες κόπιες. Γυρισμένη το 1955 παρακαλώ.