Skip to main content

Σούπερ ήρωες και σινεμά: Σχέσεις συγκρουσιακές

Ποιος θα σώσει ποιον, είναι το μεγάλο ερώτημα στη νέα παραγωγή της Μάρβελ

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Οι αιθουσάρχες στο Αμέρικα αλλά και η διεθνής κινηματογραφική βιομηχανία μοιάζει να εναποθέτει τις ελπίδες της για το μέλλον του σινεμά στο «Deadpool & Wolverine» του Σον Λεβί, φυσικά με τους Ράιαν Ρέινολντς και Χιου Τζάκμαν στους αντίστοιχους ρόλους, αλλά και η Μάρβελ μοιάζει να ψάχνει σωτηρία στο σινεμά, με τις ταινίες της να αποτυγχάνουν εμπορικά, η μια μετά την άλλη. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για ένα δύσκολο πάντρεμα καθώς ο Deadpool επιδίδεται σε χαβαλεδιάρικο κυνισμό (για δεκατριάχρονα), ενώ από τον άλλη ο Wolverine είναι εσωστρεφής αλλά και άνθρωπος «του καθήκοντος» που λέμε. Η Disney όμως, που πριν λίγα χρόνια αγόρασε ολόκληρη τη Fox μαζί με τους τίτλους της, κάπως έπρεπε να εκμεταλλευτεί κι αυτό το σύμπαν, κι έτσι έχουμε αυτόν τον συγκερασμό. Ίσως στο μέλλον οι πολυεθνικές σκαρφιστούν κι άλλες συγχωνεύσεις συμπάντων, κι εμείς να δούμε κάποτε τον Βιν Ντίζελ να κάνει κόντρες σε κάποια παραλίακη με τον Γκοτζίλα, ενώ τους καταδιώκει ο Νταρθ Βέιντερ.

Γίνομαι κι εγώ σαν τον Deadpool τώρα, ο οποίος φυσικά και μας κερνάει πολλά καλαμπούρια, αυτή τη φορά όμως ενσωματώνει ένα meta-χιούμορ που λέει, λίγο – πολύ όλα αυτά που σκεφτόμαστε βλέποντας αυτές τις ταινίες. Κάποια στιγμή μάλιστα, αναφερόμενος στον Wolverine, πετάει το αμίμητο: «H Fox τον σκότωσε, η Disney τον ανέστησε, θα τον βάζουν να παίζει μέχρι τα 90 του!». Είναι γνωστή τακτική αυτή – δε ξέρω, θυμάται κανείς τη «Ροξάνη» του Φρεντ Σκέπιζι, με τον μυταρά Στιβ Μάρτιν να εφευρίσκει μια αλυσίδα καλαμπουριών για τη μύτη του, μόνο και μόνο για να καταστίσει ανίσχυρο κάποιον αγενή που τόλμησε πρώτος να αστειευτεί μ’ αυτήν; Ε, το ίδιο κάνουν κι εδώ.

Πάντως, ο Deadpool είναι αυτός στον οποίο επικεντρώνεται αυτή η νέα ταινία, όσο κι αν ο Χιου Τζάκμαν επιμένει να ενσαρκώνει αυτόν τον ήρωα όπως ξέρει, όσο κι αν, μπροστά από τη κάμερα, περνούν όλοι οι υπερ-ήρωες της Μάρβελ (μέχρι και ο Γουέζλι Σνάιπς ως Blade κάνει ένα πέρασμα). Ο Σον Λεβί πάντως, μπορεί να είναι «παραγγελιάς», αλλά από σινεμά γνωρίζει, και αυτό το φανερώνουν τόσο οι αναφορές του (ένα μονοπλάνο μάχης εδώ παραπέμπει ευθέως στο αντίστοιχο του Oldboy – και δε λέω περισσότερα), όσο και το τελικό αποτέλεσμα που δίνει στους nerds της Μάρβελ αυτό που θέλουν, χωρίς σοβαρές αισθητικές εκπτώσεις. Και η τελευταία σκηνή μετά τα credits έχει ομολογουμένως πολλή πλάκα.

Στο «Μητρικό ένστικτο» η Τζέσικα Τσαστέιν αγωνιά για τη ζωή της, και για το μέλλον της οικογένειας της. Όλα ξεκινούν όταν ένα τραγικό ατύχημα οδηγεί στο θάνατο το γιο της γειτόνισσας της, της Αν Χάθαγουέι δηλαδή, και ο ρόλος της πρώτης σε αυτό είναι που ενεργοποιεί το όλο δράμα σε ένα Χιτσκοκικών αποχρώσεων θρίλερ που δείχνει κάπως συγκρατημένο κινηματογραφικά – τουλάχιστον σε σχέση με το καλογραμμένο και, θα έλεγε κανείς, θαρραλέο σενάριο που επιλέγει να κλείσει αυτή την ιστορία σε τόνους εξόχως ζοφερούς. Πιο «μπροστά» η «Τίγρης» από τη Ρουμανία, όπου μια κτηνίατρος που εργάζεται σε ζωολογικό κήπο, καλείται να διαχειριστεί μια σειρά από μάλλον σοβαρά προσωπικά ζητήματα, την ίδια ώρα που μια τίγρη δραπετεύει απ’ το κλουβί της. Συμπαραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, αδίκως πετιέται έτσι άτσαλα στα μισά της καλοκαιρινής περιόδου, γιατί είναι ένα δράμα στημένο με λογική και ευαισθησία, έτσι όπως αφηγείται αυτή την ιστορία μέσα σε 75 λεπτά, μην αφήνοντας καμιά πτυχή της ιστορίας ακάλυπτη.

Στις επανεκδόσεις, το «Όλα για τη μητέρα μου», η πιο διάσημη ταινία το Αλμοδόβαρ, μοιάζει να είναι η πιο αβανταδόρικη της εβδομάδας, αλλά όσο κι αν την αγαπάμε, δεν μπορεί να συναγωνιστεί τον Ρενουάρ: «Ο κανόνας του παιχνιδιού» που βγαίνει αυτή την εβδομάδα, παραμένει ένα μοναδικό φιλμικό απόσταγμα, μια ταινία τόσο τέλεια που μοιάζει έτοιμη να καταρρεύσει αν αφαιρέσεις έναν διάλογο, ένα καρέ. Εδώ, η αφρόκρεμα της γαλλικής υψηλής κοινωνίας ετοιμάζεται να περάσει ένα κυνηγετικό σαββατοκύριακο σε έναν αριστοκρατικό πύργο – βρισκόμαστε όμως στο 1939, με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Οι Γάλλοι θεατές δεν εκτίμησαν την κριτική του Ζαν Ρενουάρ και το φιλμ βρήκε τη θέση που του αξίζει δεκαετίες μετά την πρώτη του προβολή. Για τους υπόλοιπους, επανεκδίδεται (αποκλειστικά στη Ριβιέρα) και «Το κουρδιστό πορτοκάλι», το μεγάλο αριστούργημα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ πάνω στην αστική βία – και τις διακλαδώσεις της. Δύσκολα θα βρείτε πιο πεισματικά αγέραστη ταινία απ’ αυτήν.