© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ένα ζευγάρι μεγαλοαστών. Σύγχρονο και μοντέρνο. Οι ανησυχίες τους, ανησυχίες πολιτών πρώτης κατηγορίας: Φιλοσοφικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές… Μόνο που οι συναισθηματικές ανησυχίες τους δεν ακούγονται ποτέ, δεν εκφράζονται ποτέ. Ευτυχώς δηλαδή που κοιμούνται σε χωριστές κρεβατοκάμαρες. Μέχρι που εκείνη, η Σοφία δηλαδή, ερωτεύεται τον Σιλβάν, τον εργολάβο που έχει αναλάβει να αναπαλαιώσει το εξοχικό κτίσμα που μόλις αγόρασαν. Εκείνος, άνθρωπος καθαρός, «μπρούτος», του μόχθου και της μπέσας, που λένε. Η αγάπη τους, αδιαμφισβήτητη. Και οι συγκρούσεις, που δεν θα αργήσουν να έρθουν, μοιάζουν να οδηγούν σε εξίσου αδιαμφισβήτητα αδιέξοδα. Ακούγεται σαν άλλη μια μπανάλ ερωτική ιστορία θα μου πείτε, αλλά η σκηνοθέτιδα και σεναριογράφος Μόνια Τσόκρι στη νέα της ταινία με τίτλο «Η φύση του έρωτα», που αποτελεί μάλλον την καλύτερη νέα ταινία της εβδομάδας, αναδεικνύει με χιούμορ των ρεαλισμό αυτών ακριβώς των μπανάλ καταστάσεων, καθώς, όπως έλεγε και ο Γούντι Άλεν, «Η ζωή δεν μιμείται την τέχνη, μιμείται την κακή τηλεόραση». Και κάτι ακόμα: Την περασμένη εβδομάδα, με αφορμή το «Twisters», μιλήσαμε για ένα σινεμά «συμφιλίωσης», αναφορικά με τις πολιτικές του σημάνεις – και το ίδιο ισχύει και εδώ. Ο κινηματογράφος διεθνώς λοιπόν, κάτι δείχνει να αφουγκράζεται.
Το όνομα του Στίβεν Σόντερμπεργκ φιγουράρει ανάμεσα στους παραγωγούς του «Η Σιωπηλή Καμαριέρα», σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μιγκέλ Φαούς, με ηρωίδα την Άννα, μια οικιακή βοηθό από την Κολομβία που εργάζεται στην Κόστα Μπράβα, για μία εύπορη οικογένεια που ασχολείται με το εμπόριο τέχνης. Παρασυρμένη από ψεύτικες υποσχέσεις για καλύτερες συνθήκες εργασίας μετά το καλοκαίρι, πασχίζει να παραμείνει υπάκουη και διακριτική – αλλά τα αφεντικά της είναι καθάρματα, και τους αξίζει ό,τι τους βρίσκει σε αυτό το κοινωνικό δραματάκι με χιουμοριστικές πινελιές. «Δραματάκι» γιατί τα περισσότερα εδώ πνίγονται στην καλλιέπεια, υπαγορευμένα θαρρείς από κάποιον αλγόριθμο. Θέλω να πω, εκτός του ότι όλα εδώ είναι αναμενόμενα και πνιγμένα σε πολιτικές σημάνσεις κραυγαλέες και χοντροκομμένες, δεν αρθρώνονται και πολλά ουσιαστικά πράγματα εδώ για το πρόβλημα το οποίο υποτίθεται πως απασχολεί την ταινία.
Τουλάχιστον δεν τρίβαμε τα μάτια μας, όπως έγινε με τον «Αρχηγό των Κατασκόπων», μια περιπετειούλα της σειράς με τον Άαρον Έκχαρτ σε ρόλο παγιδευμένου πράκτορα της CIA που αναζητά τους δολοφόνους της γυναίκας του. Το τελευταίο μέρος είναι τόσο υστερικά κακό που σκέφτεσαι πως, αν όλη η ταινία ήταν το ίδιο κακή (και όχι βαρετή) θα πέρναγες πολύ καλύτερα.
Ευτυχώς που υπάρχουν οι επανεκδόσεις: Στον κλασσικό «Δεσμώτη του Ιλίγγου» έχουμε τον πιο μυθικό Χίτσκοκ, στην πιο νοσηρή ιστορία που φιλμογράφησε ποτέ (Ο Τζέιμς Στιούαρτ είναι βέβαιος πως η Κιμ Νόβακ αποτελεί τη μετενσάρκωση μιας γυναίκας που είδε να αυτοκτονεί κάποια χρόνια πριν) και ολοκληρώνει μια μοναδική συμφωνία σημειολογικά φορτισμένου σασπένς, ενώ με το «Χάος» οι Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι καταπιάνονται με πέντε ιστορίες του Λουίτζι Πιραντέλο, αναδεικνύοντας τη βαθιά λαϊκότητα αυτών των μύθων, με φόντο το φυσικό σκηνικό της Σικελίας.