© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Ο θεατής του κινηματογράφου είναι ένας ηδονοβλεψίας – ή έτσι έμοιαζε να πιστεύει ο Άλφρεντ Χίτσκοκ το 1954, όταν δηλαδή γύριζε τον «Σιωπηλό Μάρτυρα», με τους Τζέιμς Στιούαρτ και Γκρέις Κέλι. Το στόρι, λίγο – πολύ γνωστό: ο ήρωας μας (όχι τυχαία, ένας φωτορεπόρτερ) βρίσκεται ακινητοποιημένος με το πόδι στο γύψο, στο σπίτι του στο Μανχάταν και περνά τις μέρες του παρατηρώντας με τα κιάλια στα παράθυρα της απέναντι πολυκατοικίας, τις ζωές και τις συνήθειες των γειτόνων του. Κάποια στιγμή, ωστόσο, του δίνεται η εντύπωση πως ένας άνδρας που μένει στο απέναντι διαμέρισμα έχει σκοτώσει τη σύζυγό του. Δεν έχει όμως αποδείξεις και κανείς δεν τον πιστεύει. O Χίτσκοκ, πλήρως αφοσιωμένος στη ματιά του ήρωα του, φιλμάρει τα πάντα μέσα από τα παράθυρα του διαμερίσματος του ενώ επεμβαίνει το ίδιο δραστικά και στην ηχητική μπάντα (η βοή του δρόμου, οι άναρθρες φλυαρίες των περαστικών και μια μουσική που φτάνει στο διαμέρισμα λεπτή και κούφια μας κάνουν κοινωνούς στο όλο δράμα). Την ίδια ώρα, προσθέτει μικρές χιουμοριστικές πινελιές σε έναν αγωνιώδη καμβά όπου πίσω από τη φονική ίντριγκα κρύβεται κάτι ανομολόγητα νοσηρό – απολύτως λογικά όλα αυτά μιας και, είπαμε, είμαστε όλοι ηδονοβλεψίες, και ο Χίτσκοκ είναι πάντα πρόθυμος να μας ικανοποιήσει. Στοπ-καρέ στα φορέματα της Γκρέις Κέλι που αλλάζουν τη χρωματική παλέτα ολόκληρης της ταινίας.
Ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ παρουσιάζει το «Hit Man», την ιστορία ενός ανθρώπου ειδικευμένου στο να παριστάνει τον επαγγελματία δολοφόνο για λογαριασμό της αστυνομίας, στέλνοντας στη φυλακή όσους είναι πρόθυμοι να βγάλουν από την μέση αυτούς που τους ενοχλούν, αλλά αρκετά δειλοί για να το κάνουν οι ίδιοι. Μέχρι που ο ήρωας ερωτεύεται μια απελπισμένη γυναίκα που προσπαθεί να ξεφύγει από τον κακοποιητικό σύντροφό της και ζητά τη βοήθεια του. Με τον τρόπο του, και τούτο εδώ είναι ένα σχόλιο πάνω στο σινεμά: Ο ψευτοφονιάς του Λινκλέιτερ κάνει ένα μικρό περφόρμανς για κάθε έναν από τους «πελάτες» του, υιοθετώντας μια αλυσίδα στερεοτύπων που μας έχουν συστηθεί πρωτίστως κινηματογραφικά, και αυτό που εντέλει προκύπτει είναι μια ξύπνια κωμωδία καταστάσεων, από αυτές που τις βλέπεις δυο φορές πιο ευχάριστα σε ένα θερινό σινεμά.
Φυσικά δεν γίνεται να περάσει εβδομάδα χωρίς Γαλλικό σινεμά: Στο «Κάθε πέρυσι και καλύτερα» των Ολιβιέ Νακάς & Ερίκ Τολεντανό, δυο άφραγκοι αρπακολλατζήδες συναντούν μια ομάδα νέων ακτιβιστών και, ελκυόμενοι περισσότερο από τη δωρεάν μπύρα και τα πατατάκια παρά από τα επιχειρήματά τους, γίνονται σταδιακά μέρος του κινήματος. Πολλοί θεατές θα στάξουν ένα αλληλέγγυο δάκρυ στο εναρκτήριο μοντάζ των Γάλλων Προέδρων (δε γράφω περισσότερα), ενώ οι δυο σκηνοθέτες παραδίδουν ένα χαρμάνι φάρσας και καυστικής κοινωνικής σάτιρας που λειτουργεί. Στο «Σκοτώστε τον Βενσάν» πάλι, έχουμε μια αστεία κεντρική ιδέα (τυχαίοι άγνωστοι αρχίζουν ξαφνικά να επιτίθενται σε έναν κακομοίρη με δολοφονικές προθέσεις) που κλιμακώνεται γεωμετρικά σε μεταποκαλυπτικό θρίλερ, επιδέξια κινηματογραφημένο και, ενίοτε, πολύ αστείο. Μόνο που εντέλει δεν αρθρώνεται κάτι που να υποστηρίζει την αυθαίρετη τρέλα του ευρήματος – κι ας περνάς καλά.
Τέλος, η Μία Γκοθ (τι όνομα κι αυτό!) επιστρέφει στη «MaXXXine» του Τάι Γουέστ, για άλλη μια φορά στο ρόλο της Μαξίν Μινξ καθώς μπαίνει στο στόχαστρο ενός δολοφόνου που καταδιώκει ανερχόμενες στάρλετ του Χόλιγουντ. Όμορφη ανασύσταση των 80s (την οποία ο Γουέστ «κλέβει» με έξυπνα τεχνάσματα, καθώς το budget είναι μικρό) και ένας Κέβιν Μπέικον που απολαμβάνει να παίζει το κάθαρμα – η ταινία όμως είναι μάλλον η πιο αδύναμη της τριλογίας, ενώ διαθέτει περίπου τρία με τέσσερα φινάλε!