Skip to main content

Και τα βαμπίρ έχουν ψυχή

Η «Ανθρωπίστρια βρικόλακας» αποτελεί μάλλον το καλλιτεχνικό «σουξέ» της σεζόν

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Κι αν υπήρχε εκεί έξω ένας βρικόλακας που δε θέλει να σκοτώνει; Πως θα έβγαζε την αιωνιότητα; Δεν είναι πως ακούμε πρώτη φορά το «εύρημα»: Οι πιο φανατικοί του είδους μπορεί και να θυμούνται τη «Ζωντανή Νεκρή» που γύρισε με πενιχρά μέσα το 1982 ο μεγάλος ποιητής του Φανταστικού Ζαν Ρολέν (μια ταινία που έχει παιχτεί μόλις δυο φορές σε ελληνική αίθουσα), βασισμένη σε μια παρόμοια ιδέα αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι ολότελα διαφορετικό. Ο τίτλος τα λέει όλα: «Ανθρωπίστρια βρικόλακας αναζητά αυτοκτονικό άτομο»! Έτσι βαφτίζει την ταινία της η Αριάν Λουί-Σεζ, που παρακολουθεί από κοντά τη Σάσα, την έφηβη ηρωίδα της, η οποία αποτελεί το μαύρο πρόβατο της βαμπιρο-φαμίλιας: Από τότε που η τελευταία καταβρόχθισε, μπροστά στα μάτια της, τον κλόουν των παιδικών της γενεθλίων, η Σάσα δεν μπορεί να σκοτώσει άνθρωπο. Δηλαδή, διστάζει να ενηλικιωθεί! Με ολίγη από Τιμ Μπάρτον (το χιούμορ της ταινίας χρωστά πολλά στο «Σκαθαροζούμη» – του οποίου θα δούμε και ένα σίκουελ φέτος) αλλά με σταθερή πυξίδα την εφηβική κομεντί ενηλικίωσης, η (μόλις 90 λεπτών!) ταινία της Λουί-Σεζ αποτελεί το σινεφιλικό γεγονός του καλοκαιριού.

Το έτος 1968, μήνες πριν την έξοδο του Easy Rider στα σινεμά της Αμερικής, ο φωτογράφος Ντάνι Λάιον δημοσίευσε το φωτογραφικό άλμπουμ The Bikeriders – ένα από τα πιο σημαντικά άλμπουμ στην ιστορία του σύγχρονου φωτορεπορτάζ. Από αυτό το συγκλονιστικό υλικό φωτογραφιών και συνεντεύξεων εμπνέεται ο Τζεφ Νίκολς (δικό του το αριστουργηματικό Take Shelter του 2011 – ταινιάρες και τα Mud & Midnight Special που ακολούθησαν) στη νέα του ταινία με τίτλο «Οι μηχανόβιοι» όπου παρουσιάζει ένα ηθογραφικό δράμα στημένο με προσοχή στην κάθε του λεπτομέρεια καθώς στήνει μια συναρπαστική όσο και αναπόφευκτα μελαγχολική αναδρομή σε μια Αμερική που αλλάζει, παρακολουθώντας εκείνες τις πρώτες συμμορίες που αποτέλεσαν μια ανυπολόγιστη αντίδραση ενάντια στη μεταπολεμική υστερία για τάξη και ασφάλεια. Και επειδή ο Νίκολς δεν είναι κανένας βλάκας, βάζει τους χαρακτήρες πάνω από τη δράση. Είναι όλοι τους καλογραμμένοι, αληθινοί, και κάθε κουβέντα τους μετράει (σπουδαίες ερμηνείες από Όστιν Μπάτλερ, Τομ Χάρντι και Μάικλ Σάνον). Τέλειο το soundtrack προφανώς, και το κλείσιμο ματιού στο Easy Rider, που έρχεται λίγο πριν το τέλος, αξίζει όσο δυο ταινίες μαζί.

Στην τρυφερή «Μνήμη» του Μισέλ Φράνκο, μια 40χρονη κοινωνική λειτουργός συναντά έναν πρώην συμμαθητή, ο οποίος την ακολουθεί μέχρι το σπίτι της. Το επόμενο πρωί η γυναίκα διαπιστώνει ότι ο άνδρας πέρασε όλο το βράδυ στην πόρτα του σπιτιού της και τρομοκρατείται: Δεν γνωρίζει πως εκείνος πάσχει από πρόωρη άνοια. Κι εκείνος δεν γνωρίζει πως αυτή θέλει να ξεχάσει ένα γεγονός που σημάδεψε τα εφηβικά της χρόνια. Κι αν δυο άνθρωποι δεν μπορούν πια να κουμαντάρουν τις μνήμες τους, τι είναι αυτό που απομένει; «Μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη», που ακουγόταν στην Επιστολή προς Κορινθίους (θυμάστε την «Μπλε ταινία» του Κισλόφσκι;), και ο Φράνκο προσεγγίζει τους δυο φοβισμένους ήρωες του με προσοχή και ευαισθησία.

Στα υπόλοιπα, «Ο εξορκισμός» με τον Ράσελ Κρόου είχε μείνει στα ράφια από το 2019 και βλέποντας την ταινία καταλαβαίνει κανείς το γιατί: Αυτό το υποφωτισμένο φιλμ τρόμου, με τον Κρόου σε ρόλο ξεπεσμένου ηθοποιού που αναλαμβάνει να ενσαρκώσει έναν ιερέα σε ένα φτηνιάρικο b-movie (αθέλητος μεταμοντερνισμός εδώ), δυστυχώς, δεν μπορεί να προκαλέσει ούτε καν γέλια (όπως ο «Εξορκιστής του Πάπα», πάλι με τον Κρόου). Ο δε «Νυχτερινός Εκφωνητής», είναι η τελευταία ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη, με τον ίδιο σε ρόλο ραδιοφωνικού παραγωγού που γιορτάζει τα 50α γενέθλια του, αναζητώντας έναν νεανικό του έρωτα από το βήμα της εκπομπής, παίζοντας στον αέρα μηνύματα που εκείνη είχε αφήσει στον τηλεφωνητή του. Είναι λίγο «φορσέ» η νοσταλγία του καλαίσθητου αυτού φιλμ (όπου τα δισκάδικα περιγράφονται ως «ξεχασμένα» μαγαζιά – την εποχή που η αγορά βινυλίου σαρώνει!), που γέρνει περισσότερο στην αυτοπροσωπογραφία και λιγότερο στη μυθοπλασία.