© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η Ντόνια είναι μια νεαρή αφγανικής καταγωγής που ζει στο «Φρίμοντ» της Καλιφόρνια, τίτλος συνοικίας, αλλά και ταινίας που παρακολουθεί την ηρωίδα της καθώς εκείνη βιοπορίζεται γράφοντας «προφητείες» και παροιμιώδη ρητά για τα περίφημα μπισκοτάκια της τύχης, αυτά που μας μοιράζουν στα κινέζικα εστιατόρια μαζί με το λογαριασμό. Είναι μια δύσκολη, και παράξενη ζωή: Μην μπορώντας πια να ζήσει στο Αφγανιστάν (όπου εργαζόταν ως διερμηνέας για τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις), η Ντόνια ήρθε στην Αμερική δίχως να περιμένει ένα θαύμα – κι όμως μοιάζει να επενδύει τα πάντα σε αυτό, όταν αποφασίζει να γράψει το δικό της μήνυμα, ελπίζοντας πως αυτό το μπισκοτάκι θα βρει τον ιδανικό ρομαντικό παραλήπτη. Όλα αυτά, σε φθαρμένο ασπρόμαυρο, με ρυθμούς χαλαρούς, και η αλήθεια είναι πως το όνομα του Τζιμ Τζάρμους αναφέρεται, μάλλον δικαίως, σε κάθε κείμενο που αφορά στο «Φρίμοντ», που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Μπαμπάκ Τζαλαλί. Ο οποίος Τζαλαλί στήνει μια γλυκύτατη, πολύ ευχάριστη και πολύ τρυφερή off-beat κωμωδία πάνω στην κρίση ταυτότητας: Τι σημαίνει να ανήκεις κάπου, τι ορίζουμε ως πατρίδα, και ποια μπορεί να είναι η πατρίδα εκείνων που θαρρείς πως γεννήθηκαν αταίριαστοι, και θα δείχνουν αταίριαστοι όπου κι αν τους φυτέψεις. Αν ποτέ σας δεν νιώσατε έτσι, σίγουρα δε θα σας λέει πολλά ο Τζάρμους, και το «Φριμόντ» του Τζαλαλί δε θα αλλάξει τη γνώμη σας γι’ αυτό το σινεμά. Οι υπόλοιποι προχωρήστε χωρίς επιφυλάξεις.
Στο «Καλοκαίρι της Κάρμεν» του Ζαχαρία Μαυροειδή όλα ξεκινούν από τη συγγραφή ενός σεναρίου που δουλεύουν παρέα δυο gay κολλητοί, ο Δημοσθένης και ο Νικήτας – ένα σενάριο με θέμα τον χωρισμό του πρώτου. Στην αρχή μοιάζει με queer εκδοχή του «Άρπα-Κόλλα» που σκηνοθέτησε ο Νίκος Περράκης το 1982 σπάζοντας πλάκα με το Νέο Ελληνικό Σινεμά, όμως πρόκειται για μια ιδιαίτερη κοινωνική κομεντί, γυρισμένη με τσαχπινιά και εξόχως ερμηνευμένη, που έχει αρκετά να πει και για το σινεμά, αλλά και για τις ανθρώπινες σχέσεις. «Περήφανα ξεδιάντροπη» χαρακτηρίζει την ταινία ο σκηνοθέτης της, νομίζω πως εννοεί απλά «εξωστρεφής», που τέτοια είναι, και πολύ καλά κάνει.
Από τη Γαλλία έρχεται η κωμωδία «Κυνήγι γειτόνων», όπου ένα ζευγάρι Παριζιάνων (με δυο παιδιά), αφήνουν το αστικό χάος και αγοράζουν ονειρεμένο σπίτι στας εξοχάς, μέχρι που συνειδητοποιούν πως αυτό που αγόρασαν είναι κυνηγότοπος για τους ορεξάτους κυνηγούς του χωριού! Ξεκινά ξεκαρδιστικά και περιμένεις τα καλύτερα, όμως ξεφουσκώνει πολύ – πολύ απότομα από τη μέση και μετά. Γαλλικό είναι και το «Παριζιάνικες ιστορίες», γαλλικό και ξεθυμασμένο, αν και η ιστορία της Μπελούτσι σε ρόλο 60άρας σοπράνο που αρνείται να συμφιλιωθεί με τον χρόνο μπορεί να πει και κάτι σε κάποιους. Και πάλι, αυτό είναι μόλις το ένα πέμπτο της ταινίας!
Την προτιμώ πάντως από τον «Κακό ηθοποιό», ένα φτηνιάρικο δράμα που χρησιμοποιεί το σοβαρότατο θέμα του (μια ηθοποιός βιάζεται κατά τα γυρίσματα μιας ταινίας) για να πουλήσει αγοραίο ανθρωπισμό στα Φεστιβάλ, με σκηνοθετική αντίληψη που σπανίως ξεπερνά τα όρια μιας σαπουνόπερας, και ένα σεναριακό εύρημα που εξοργίζει με την αναληθοφάνεια του. Όσο για τους σινεφίλ, βγαίνει η αξεπέραστη «Θηλειά» του Χίτσκοκ στα θερινά όπου δύο νεαροί στραγγαλίζουν τον πρώην συμμαθητή τους, ως διανοητική άσκηση: Θέλουν να αποδείξουν την «ανωτερότητά» τους διαπράττοντας τον «τέλειο φόνο» και μετά να το γιορτάσουν στον ίδιο χώρο με ένα δείπνο, που όμως δεν θα πάει καθόλου καλά.