Skip to main content

(Όταν) το σινεμά είναι μια τρέλα

Μια παιχνιδιάρικη βιογραφία κάνει τη διαφορά σε μια φτωχή κινηματογραφική εβδομάδα

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Σε μια από τις συνεντεύξεις που έδωσε ο Τζον Κασσαβέτης για την ταινία του «Νύχτα πρεμιέρας» δήλωνε, σχεδόν φωνάζοντας στην έκπληκτη δημοσιογράφο: «Θέλω οι πάντες να πάνε να δουν αυτή την ταινία, γιατί θα δουν στην οθόνη αυτό που πάντα ήθελαν να είναι. Γιατί όλοι θέλουμε να είμαστε θεατρικοί, υπέροχοι, όλοι θέλουμε να μας συμπαθούν, όλοι θέλουμε να μονιάσουμε, όλοι προσδοκάμε σε μια ζωή πιο όμορφη απ’ αυτήν, όλοι θέλουμε να εμπνευστούμε από κάποιον που έχει περισσότερα κότσια από εμάς». Είχε φυσικά δίκιο. Αυτά θέλουμε όλοι – και γι’ αυτό πηγαίνουμε σινεμά, ασχέτως αν το αμερικάνικο σινεμά έχει εγκαταλείψει τελευταία αυτή την ρότα, και γι’ αυτό ενδεχομένως το εγκαταλείπουν και οι θεατές του. Όλα αυτά τα θυμήθηκα βλέποντας μια ταινία που δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το σινεμά του Τζον Κασσαβέτη, το «Ντααααααλί!» του Κεντέν Ντιπιέ, ο οποίος είναι μια μάλλον αξιοσημείωτη περίπτωση: Εδώ και χρόνια γυρίζει τη μία ταινία μετά την άλλη, όλες τους βασισμένες σε ένα παράδοξη ιδέα (όπως, ας πούμε, το «Rubber» με πρωταγωνιστή μια ρεζέρβα αυτοκινήτου με δολοφονικές τάσεις!) τις οποίες όμως προσεγγίζει πάντα με μια αρκούντως παιχνιδιάρικη φιλμική γραφή που τις απογειώνει. Σε αντίθεση με το περσινό «Dali», μια άκαμπτη, ακαδημαϊκή βιογραφία που μοιάζει να μην αποτύπωσε ούτε στάλα της ιδιοσυγκρασίας του καλλιτέχνη, ο Ντιπιέ αγκαζάρει πέντε ηθοποιούς για να τον ενσαρκώσουν, ξεκινώντας από την αφορμή μιας συνέντευξης σε μια δημοσιογράφο που ο Νταλί διαρκώς αναβάλει. Εδώ, η σουρεαλιστική φλέβα του μοιάζει να «διαβρώνει» τους κανόνες του σινεμά: Πόσα φινάλε μπορείτε να επεξεργαστείτε; Και πόσο εύκολα μπορείτε να χαρτογραφήσετε μια ταινία που είναι διατεθειμένη να τραβήξει το χάλι κάτω από τα πόδια σας ανά πάσα στιγμή; Με διαρκή οπτικά gag και μπόλικα καλαμπούρια, ο Ντιπιέ κάνει εντέλει μια ταινία και για τον Νταλί αλλά και για το σινεμά: Ο πρώτος, αρνείται πεισματικά να δώσει μια συνέντευξη δίχως να κινηματογραφείται από την μεγαλύτερη κάμερα στον κόσμο (!) και το δεύτερο, έτσι όπως αποτυπώνει τον καλλιτέχνη μέσα στο ναρκισσιστικό, εγωπαθές του ντελίριο, μας υπενθυμίζει, καθώς χαζεύουμε τη μορφή του στη μεγάλη οθόνη, πως κι εμείς θέλουμε να εμπνευστούμε από κάποιον που έχει περισσότερα κότσια από εμάς, πως κι εμείς θέλουμε δηλαδή να είμαστε θεατρικοί, και υπέροχοι. Και γι’ αυτό πηγαίνουμε σινεμά.

Οι αμερικάνικες ταινίες της εβδομάδας κάπως επιβεβαιώνουν αυτό που σημειώσαμε στην αρχική παράγραφο: Το «Bad Boys: Ride or Die», τρίτο σίκουελ της κάποτε δημοφιλούς σειράς αστυνομικών ταινιών δράσεως με τους Γουίλ Σμιθ και Μάρτιν Λόρενς, πηγαίνει από το ένα βαριεστημένο set-piece στο επόμενο, δίχως ιδιαίτερη συνοχή και με μια σεναριακή αφέλεια που σε αφήνει άναυδο (είμαι σίγουρος πως δεν φτάνουν χειρότερα σενάρια στο ΕΚΚ!), ενώ «Οι Παρατηρητές», πολυδιαφημισμένο ντεπούτο της Ισάνα Σιάμαλαν (θυγατέρα του σκηνοθέτη της περιβόητης «Έκτης Αίσθησης» μεταξύ άλλων), ξεκινά όπως και το ομώνυμο βιβλίο του Α.Μ. Σέιν: Μια ομάδα ανθρώπων παγιδεύεται στην καλύβα ενός απόμακρου δάσους όπου κατοικούν μυστηριώδη πλάσματα – για τα οποία και είναι υποχρεωμένοι να παρουσιάζουν ένα είδος «σόου» κάθε βράδυ. Καλογυρισμένο ναι, και με όμορφη ατμόσφαιρα, αλλά δε κρατιέται έτσι μια ταινία: Τασπένς ξεφουσκώνει γρήγορα, και το twist της πλοκής εντέλει, ούτε ειδικό βάρος διαθέτει, ούτε μας λέει κάτι παραπάνω για το φιλμ και τους ήρωες του. Πέφτουν οι τίτλοι τέλους και αναρωτιέσαι: Αυτό ήταν όλο; Ευτυχώς υπάρχει και ο Τζιμ Τζάρμους καθώς επιστρέφει στα θερινά το αριστουργηματικό «Ghost Dog: Ο τρόπος των Σαμουράι», μια σπουδή στο σινεμά του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, επενδυμένη με hip-hop, και τον Φόρεστ Γουίτακερ στο ρόλο της καριέρας του.