Skip to main content

Είδα έναν άντρα να πέφτει

O Ράιαν Γκόσλινγκ είναι ο «Κασκαντέρ» στην ομώνυμη, απολαυστική κωμωδία

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Σπάνια βλέπουμε ταινίες με ήρωες κασκαντέρ, αλλά όταν τις βλέπουμε, περνάμε καλά. Είτε αναφερόμαστε στο περιβόητο «The stunt man» με τον Πίτερ Ο’ Τουλ σε έναν ρόλο που άφησε εποχή – και του χάρισε άλλη μια Οσκαρική υποψηφιότητα (έστω κι αν ο κασκαντέρ εδώ ήταν ο Στιβ Ρέιλσμπακ), είτε στο λιγότερο αγαπημένο από την κριτική αλλά ίσως και πιο απολαυστικό «L’animal» του Κλοντ Ζιντί, με τον Μπελμοντό και την Ράκελ Γουέλς. Όπως και να’χει, ταυτιζόμαστε αμέσως με έναν κασκαντέρ – πρωταγωνιστή, όχι επειδή ζηλεύουμε το πόστο του, αλλά επειδή όλοι μας αισθανόμαστε, λίγο – πολύ, αφανείς ήρωες. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Θα μου πείτε, σήμερα όλα τα εξαιρετικά επικίνδυνα stunts κατασκευάζονται ψηφιακά, κάτι που φυσικά σώζει ζωές (δεν είναι λίγοι εκείνοι που έχασαν τη ζωή τους σε κάποιο επικίνδυνο γύρισμα) αλλά κόβει πόντους από το κινηματογραφικό δέος. Γι’ αυτό και ο «Κασκαντέρ» είναι ταυτόχρονα φόρος τιμής και στην ιδιότητα του κασκαντέρ, αλλά και στο σινεμά δράσης του ’80, τότε δηλαδή που αν ήθελες να δείξεις κάποιον να πέφτει από ένα κτήριο, τον έβαζες να πέσει και έκανες ταινία. Όχι τυχαία, ο άνθρωπος που τη σκηνοθέτησε, ήταν κασκαντέρ ο ίδιος: Ο Ντέιβιντ Λιτς είναι περισσότερο γνωστός για το πρόσφατο «Bullet Train» και εδώ αγκαζάρει τους Ράιαν Γκόσλινγκ και Έμιλι Μπλαντ (εμφανής η χημεία ανάμεσα τους), με τον πρώτο να σπάει μεγάλη πλάκα με το ρόλο ενός κασκαντέρ που αναλαμβάνει να ξετρυπώσει έναν εξαφανισμένο σταρ του Χόλιγουντ (η Μπλάντ είναι η κρυφή του μεγάλη αγάπη). Αισθάνεσαι πως υπάρχει ένα διαρκές meta σχόλιο απ’ άκρη σ’ άκρη της δράσης, αλλά εδώ το βασικό είναι η ψυχαγωγία μας, και το ακραίο στυλιζάρισμα μας το υπενθυμίζει. Σημειώστε πως η ταινία εμπνέεται από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά των 80s, όπου το ρόλο του Γκόσλινγκ είχε ο Λι Μέιτζορς.


Για όσους αναζητούν μια πιο δυνατή εμπειρία, υπάρχει το Γαλλικό «Στον ιστό του τρόμου», μια αδιανόητα καλοδουλεμένη άσκηση πάνω στην ανατριχίλα, τοποθετημένη αριστοτεχνικά σε ταξικό φόντο: Νεαρός αλητάκος που ζει σε συγκρότημα εργατικών κατοικιών στο Παρίσι, φέρνει στο διαμέρισμα του μια εξωτική αράχνη (τρέφει αδυναμία μεγάλη για τα «εξωτικά» πλασματάκια), μέχρι που αυτή δραπετεύει, γεννάει ακατάπαυστα, και τα παιδιά της σκορπούν τον τρόμο σε ολόκληρο το κτήριο. Η αστυνομία, όταν εμφανίζεται, κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις της: Γι’ αυτήν, «ζωύφια» είναι και οι αράχνες, αλλά και οι κάτοικοι του κτηρίου (ο γαλλικός τίτλος, «Vermines», είναι πολύ κατατοπιστικός), οπότε οι επιζήσαντες πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Με μια προσεγμένη, στην ανάπτυξη της, αφήγηση, ο Σεμπαστιάν Βανιτσέκ σκηνοθετεί ένα ντόμινο από σεκάνς που, μία προς μία, ανεβάζουν γεωμετρικά το κοντέρ της αγωνίας μέχρι δηλαδή να φτάσουμε στο οργιώδες τελευταίο ημίωρο. Όμως, με μια οικονομία που χαρακτηρίζει τις καλύτερες των b-movies, ο Βανιτσέκ δεν αγνοεί ούτε τους χαρακτήρες του, ούτε το σύμπαν που τους διαμόρφωσε όπως τους διαμόρφωσε. Γι’ αυτό και οι Αμερικάνοι παραγωγοί τσίμπησαν αμέσως τον σκηνοθέτη για το επερχόμενο σίκουελ / ριμέικ του «The evil dead». Θα το περιμένω αυτό.