© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
«Μην ανοίξεις την πόρτα» – κόντρα τίτλος για τους δημιουργούς της ταινίας που πίσω από τις κινηματογραφικές κάμερες (δηλαδή μπροστά στις internet-ικές) ειδικεύονται στο να ανοίγουν συσκευασίες: Παραγωγή: Unboxholics γράφει στα credits και αφιερώνουν την ταινία στο κοινό τους. Καλά κάνουν, έτσι όπως αυτό τους τιμά: η ταινία έκοψε πάνω από 80 χιλιάδες εισιτήρια στο πρώτο της τετραήμερο. Μπορούμε να ελπίζουμε πως θα το ανταμείψουν με μια καλύτερη στο μέλλον. Τα τεχνικά εφόδια τα διαθέτουν.
Η ταινία ξεκινά και την υποβόσκουσα ένταση των εγχόρδων «σπάνε» τα κρουστά, συγχρονισμένα πάνω στα εισαγωγικά credits: Η μουσική εκείνη τη στιγμή είναι το μόνο στοιχείο που προσδίδει μια κάποια ελληνική ταυτότητα στο όλο εγχείρημα που, αν και είναι γυρισμένο στην ύπαιθρο, άνετα θα μπορούσε να μιλά μια οποιαδήποτε γλώσσα. Από τη μια, σκέφτεσαι «σωστή σεναριακή επιλογή!», μιας και λύνει αμέσως το πρόβλημα της (δίκαιης) δυσανεξίας του ντόπιου κοινού απέναντι σε κάθε τι «ελληνικό horror». Η επιλογή αυτή όμως έρχεται με ένα τίμημα: Φεύγοντας από την οικειότητα του ενός γνώριμου περιβάλλοντος (όπου όσο το παραμορφώνεις, τόσο μας τρομάζεις), πας σε ένα άλλο, εξίσου γνώριμο στο κοινό, αυτό του Φανταστικού, που έχει τις αναφορές του. Κι εμείς τις έχουμε ξαναδεί όλες αυτές τις εικόνες. Χρειάζεται έμπνευση σπουδαία για να τις παραμορφώσεις κι άλλο, να τις αναποδογυρίσεις, να μας τρομάξεις. Εδώ είναι που ξεκινάμε να απογοητευόμαστε.
Γιατί τη «στοιχειωμένη» καλύβα με τα εξπρεσιονιστικά κοντινά στα ταριχευμένα ζώα την πρωτοείδαμε στο «Evil Dead» του 1981. Και το ιαπωνικό «Ringu» θυμόμαστε, και εκτιμήσαμε την –πετυχημένη – αντιγραφή του πιο κλασσικού πλάνου της ταινίας. Φανερή και η επιδίωξη ενός τρόμου α-λα «Blair witch project», αλλά όσο τρομακτικό κι αν είναι ένα δάσος (και το δάσος εδώ είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής του φιλμ), χρειάζεται και ένα υπόβαθρο: Στο «Blair Witch» υπήρχε ο τρομακτικός μύθος της Μάγισσας (και το ιδιοφυώς στημένο site της ταινίας). Εδώ, σεναριακά, δεν υπάρχει τίποτα. Υπάρχει μονάχα ατμόσφαιρα, μπόλικη ατμόσφαιρα, φιλμαρισμένη με προσοχή, ναι, αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Η ταινία τρόμου δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Επίσης, το «Μην ανοίξεις την πόρτα» δεν η πρώτη ελληνική τους είδους, όπως δηλώνουν οι δημιουργοί του. Αν μείνουμε στο θρίλερ μυστηρίου (σεναριακά, τέτοια ταινία είναι το «Μην ανοίξεις την πόρτα»), προηγείται ο «Εφιάλτης» του Ερρίκου Ανδρέου, γυρισμένος το 1961. Αν θέλετε να το πιάσουμε κυριολεκτικά, τι να πει ο Κώστας Καραγιάννης που το 1975 γύρισε, με ελληνικά κεφάλαια, το «The devil’s men», και μάλιστα με πρωταγωνιστές τους «άρχοντες» του τρόμου, Ντόναλντ Πλέζανς και Πίτερ Κάσινγκ; Να μείνουμε στα ελληνόφωνα; Ο Πάνος Κοκκινόπουλος, πολύ πριν καταπιαστεί με την τηλεοπτική «Ανατομία ενός εγκλήματος» είχε γυρίσει τα «Σημάδια της νύχτας» το 1990, ένα πολύ αξιόλογο (και γνήσιο) folk-horror με τον Στράτο Τζώρτζογλου και την Κατερίνα Λέχου. Μήπως δεν ήταν αμιγώς horror «Το κακό» του Γιώργου Νούσια, μόλις του 2005; Υπάρχουν και ακόμα πιο σύγχρονα παραδείγματα, όπως η «Άλυτη» του Μίνωα Νικολακάκη, γυρισμένη το ‘21.
Αυτά τα βρίσκει κανείς με μια πρόχειρη αναζήτηση στο internet, εγώ τα σκεφτόμουν ενώ έβλεπα την ταινία. Είχα αρκετό χρόνο να το κάνω, έτσι όπως αυτή η ιστοριούλα τραβιέται και ξεχειλώνει για να γεμίσει 78 λεπτά κινηματογραφικής δράσης (τρόπος του λέγειν): Άντρας μένει σε καλύβα, γυναίκα φτάνει αναζητώντας βοήθεια, μέχρι που ανακαλύπτουν πως ο καθένας κουβαλά την ευθύνη για το θάνατο ενός συγγενικού τους προσώπου. Τα υπόλοιπα, τα περιμένεις. Είναι όλο αυτό όμορφα στημένο; Είναι. Και καλή φωτογραφία έχει, η μουσική στέκει μια χαρά, τίποτα δε δείχνει κακόγουστο ή κακοστημένο – αλλά τίποτα δε δείχνει και αξιοσημείωτο. Τους δε διαλόγους, τους έχεις ακούσει χιλιάδες φορές. Σκεφτείτε την απόσταση που χωρίζει το «Μην ανοίξεις την πόρτα» από το «Talk to me», την ταινία των ελληνοαυστραλών αδελφών Φιλλίπου, επίσης youtubers οι ίδιοι, που έχω την αίσθηση πως δε βιάστηκαν καθόλου να παραδώσουν την πρώτη τους κινηματογραφική δουλειά.
Εδώ, αισθάνεσαι ακριβώς το αντίθετο.