© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Με το νεογέννητο βρέφος της καλύτερης της φίλης στα χέρια, η Λυντιά συναντά τον Μίλος στο ασανσέρ του νοσοκομείου. Πριν 9 μήνες είχαν περάσει ένα βράδυ μαζί, εκείνος όμως έμοιαζε να μη ξέρει τι θέλει – κι εκείνη νιώθει διαρκώς μόνη, τόσο μόνη. «Συγχαρητήρια» της λέει εκείνος, υποθέτοντας πως το μωρό είναι δικό της. «Δικό σου είναι», του απαντά εκείνη, και μοιάζει να μην το έχει πολυσκεφτεί, λες και ψάχνει από κάπου να πιαστεί για να σωθεί από το αχανές κενό που αδημονεί να την καταπιεί. Από εκεί ξεκινά «Η αρπαγή», ένα μεθοδικά στημένο ψυχολογικό θρίλερ όπου, παραδόξως, ενώ αντιλαμβανόμαστε πλήρως το σχεδόν αποτρόπαιο – και χειριστικό – ψέμα της Λυντιά, αδυνατούμε να την απορρίψουμε. Η ταινία η ίδια, σκηνοθετημένη με ευαισθησία αλλά και έμπνευση από την Ίρις Κάλτενμπακ, αρνείται να την κρίνει (βοηθά και το σπικάζ του Μίλος, καθ΄ όλη τη διάρκεια του φιλμ). Αυτή η σύγκρουση που συντελείται εντός μας είναι που καθιστά την «Αρπαγή» τόσο συναρπαστική – μια από τις σημαντικότερες Ευρωπαϊκές ταινίες της σεζόν που διανύουμε (διόλου τυχαία η βράβευση της στο πρόσφατο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου).
Μετά το αποτυχημένο «Men», ο Άλεξ Γκάρλαντ επιστρέφει σε μεγάλη φόρμα με το «Εμφύλιος Πόλεμος», ένα δυστοπικό πολιτικό θρίλερ για γερά νεύρα. Τόπος του δράματος, η Αμερική ενός μέλλοντος κοντινού, με τη χώρα κατακερματισμένη από έναν εμφύλιο που ρημάζει τα σωθικά της, όπου μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων, με αρχηγό τη διάσημη φωτορεπόρτερ Λι (εξαίρετη η Κίρστεν Ντανστ) αποφασίζει να ταξιδέψει μέχρι την Ουάσινγκτον για μια συνέντευξη με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ – που μπορεί να είναι και η τελευταία του. Ο Γκάρλαντ χρησιμοποιεί τη φόρμα του road movie για να στήσει έναν, όχι και τόσο παραμορφωτικό καθρέφτη απέναντι από τη Δύση της εποχής μας, και η αλληγορία του διαστέλλεται αγωνιωδώς μέχρι το εκρηκτικό του φινάλε, κρατώντας τον θεατή καθηλωμένο και διανθίζοντας το soundtrack με ιδιαιτέρως πετυχημένες επιλογές (δυο κομμάτια Suicide παρακαλώ).
Στο «Περασμένο καλοκαίρι» η Κατρίν Μπρεγιά, παλιά καραβάνα του Γαλλικού προβοκατόρικου σινεμά, η αφετηρία είναι το Δανέζικο φιλμ «Η βασίλισσα της καρδιάς», που είδαμε εδώ το 2019. Το στόρι, λίγο – πολύ ίδιο: Ο 17χρονος γιος του άντρα μιας πετυχημένης δικηγόρου, παιδί από τον προηγούμενο γάμο του, μετακομίζει στο εξοχικό τους, κι εκείνη ξεκινά μια αδιανόητη, παράνομη σχέση μαζί του. Τι μας περιμένει στο φινάλε, σκέφτεσαι ξανά, όμως εδώ ο ρυθμός δεν θυμίζει θρίλερ. Η Μπρεγιά κοντοστέκεται στην αμφισημία των συναισθημάτων και φιλμογραφεί της ερωτικές περιπτύξεις του ζεύγους με μια ευαισθησία που δεν χαρακτηρίζει τις προηγούμενες δουλειές της. Δεν πρόκειται δηλαδή για ριμέικ, αλλά για μια νέα ανάγνωση της ιστορίας – γι’ αυτό και το φινάλε εδώ είναι διαφορετικό (και υπογείως φεμινιστικό).
Δυσβάσταχτο, αλλά ταυτόχρονα θαρραλέο βρήκα το φιλμ «Ένα φλιτζάνι καφέ και καινούργια παπούτσια» του Γκέντιαν Κότσι που βγαίνει επίσης αυτή την εβδομάδα. Από την περίληψη σφίγγεται η καρδιά σου: Δύο κωφάλαλα δίδυμα αδέλφια ανακαλύπτουν ότι θα τυφλωθούν σταδιακά εξαιτίας μιας γενετικής πάθησης και προετοιμάζονται για το αναπόφευκτο. Πως στήνεις την κάμερα απέναντι σε ένα τέτοιο θέαμα; Που εστιάζεις; Ο Κότσι δεν κάνει μελόδραμα, δε θέλει να συγκινηθούμε, αλλά να συναισθανθούμε. Το συγκρουσιακό πεδίο που οριοθετούν τα δυο αδέλφια είναι από μόνο του ένας φιλμικός άθλος – θέλει κότσια να σταθείς με εντιμότητα απέναντι σε μια τέτοια ιστορία. Κι όμως, κρατάς ένα χαμόγελο στο φινάλε. Νομίζω, αξίζει το ρίσκο.
Κι αν θέλετε χαβαλέ, υπάρχει η «Άμπιγκεϊλ», όπου ομάδα κακοποιών απαγάγει τη 12χρονη κόρη ενός μαφιόζου, για να ανακαλύψει πως πρόκειται για… αιμοδιψές βαμπίρ. Θα σας διασκεδάσει, και θα το ξεχάσετε σύντομα – αλλά θα ήταν ψέμα να πω πως δεν πέρασα καλά.