© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Η ηλικιωμένη Μπλάγκα σηκώνει το τηλέφωνο και ακούει τη φωνή ενός αστυνομικού. Της δίνει διάφορες, παράλογες εντολές – η φοβισμένη γυναίκα τις ακολουθεί και ξάφνου, χάνει όλες τις οικονομίες της: Έχει πέσει θύμα μιας καλοστημένης απάτης, και κανείς δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Οι τράπεζες την διώχνουν, οι αστυνόμοι την κοιτούν απορημένοι, οι εφημερίδες την γελοιοποιούν. Φιλόλογος η ίδια, είχε συνηθίσει να διορθώνει τα λάθη των άλλων μια ζωή. «Μου είχατε πει πως δε θα πετύχω σε τίποτα» της λέει περιφρονητικά ο τραπεζικός υπάλληλος, πρώην μαθητής της, που απορρίπτει το αίτημα της για δάνειο. Σε μια χώρα παραδομένη στη διαφθορά και το χάος (πρόκειται για το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας του Βούλγαρου σκηνοθέτη Στέφαν Κομαντάρεφ) η μόνη επιλογή της Μπλάγκα είναι να… εργαστεί για τους απατεώνες που την έκλεψαν, κάνοντας ακριβώς το ίδιο σε άλλα, ανυπεράσπιστα θύματα. «Τα μαθήματα της Μπλάγκα» είναι ασφαλώς ένα ζοφερό φιλμ, που ξεκινά μεν από μια σεναριακή απιθανότητα αλλά ριζώνει βαθιά στην καθ΄όλα ρεαλιστική δυστοπικότητα του σήμερα. Η Έλι Σκόρτσεφα, που επέστρεψε στο σινεμά μετά από τριάντα χρόνια, αποτελεί το κέντρο βάρους του φιλμ, και δίνει τη γυναικεία ερμηνεία της σεζόν, κι ας μας αφήνει ενεούς με το ανοιχτό του φινάλε.
Στο «Τοτέμ», ένα μικρό κορίτσι προετοιμάζεται – μαζί με όλη την οικογένεια – για τα γενέθλια του καρκινοπαθούς πατέρα της που, απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα, θα είναι και τα τελευταία του. Αυτή είναι η αφετηρία του στόρι και η σκηνοθέτιδα Λίλα Αρίλες ξετυλίγει την βιωματική της αφήγηση (αφιερώνει την ταινία στην κόρη της) παρατηρώντας την ανήλικη ηρωίδα να ενηλικιώνεται σιωπηλά. Την ενσαρκώνει υποδειγματικά η Ναΐμα Σαντιάς σε μια ερμηνεία που μας θύμισε αυτή της τότε μικρής Μίσα Μπάρτον στα αριστουργηματικά «Σκυλιά στη χλόη». Παράξενη ταινία, γλυκόπικρη και αληθινή.
Οι φίλοι του τρόμου ας τρέξουν στο «Στενές Επαφές με τον διάβολο», ένα αριστοτεχνικό θρίλερ, μάλλον το καλύτερο της σεζόν, που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας νυχτερινής τηλεοπτικής εκπομπής των ‘70s. Μιλάμε για την αποθέωση του στιλ (η δουλειά στο production design είναι για Όσκαρ) ενώ, όσο προχωράμε στο φινάλε, τόσο «τρελαίνεται» ο ρυθμός του, για να οδηγηθούμε σε μια αποθέωσης δαιμονικής ψυχεδέλειας, ισάξιας των καλύτερων στιγμών του Κεν Ράσελ (ή και του Κένεθ Άνγκερ).
Στο «Back to black» η Μαρίζα Αμπέλα ενσαρκώνει την Έιμι Γουάινχαουζ σε μια ερμηνεία που ομολογουμένως πάει πέρα από το «κοπιάρισμα» της pop περσόνας που απεικονίζει, και η σκηνοθέτιδα Σαμ Τέιλορ-Τζόνσον γνωρίζει για τι μιλάει και πως να το κινηματογραφήσει, όμως είναι όλα πολύ επιδερμικά και, κυρίως, πολύ προβληματικά: Καμία δισκογραφική δεν εκμεταλλεύτηκε αυτή τη γυναίκα, κανένας μάνατζερ δεν την πίεσε να εργαστεί ενώ χρειαζόταν βοήθεια, όλα τα φταίει το ξερό της το κεφάλι!
Τουλάχιστον δε βαρεθήκαμε θανάσιμα, όπως μας συνέβη στο «Για πάντα νέοι» όπου η Βαλέρια Μπρούνο Τεντέσκι αναπολεί τα χρόνια της τα είκοσι (οι ήρωες της, φοιτητές σε δραματική σχολή στα ‘80s), σε μια δήθεν νεανική ταινία που όμως είναι ακριβώς το αντίθετο, το φιλμικό αντίστοιχό του «θα κάτσω με τη νεολαία»: Αν η ταινία μιλούσε Ελληνικά δε θα περνούσε ούτε στο διαγωνιστικό της Θεσσαλονίκης.
Να μην ξεχαστώ: Βγαίνει και το «Ghostbusters: Η Αυτοκρατορία του Πάγου». Περισσότερο διασκέδασα με το μπλαζέ ύφος του Μπιλ Μάρεϊ και με το βαμμένο μαλλί του Νταν Άκροϊντ, αν και είναι σίγουρα καλύτερο από το προηγούμενο φιλμ της σειράς – μη μπερδεύεστε όμως, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές είναι οι Πολ Ρουντ και Φιν Γούλφχαρτ. Βασικά μοιάζει περισσότερο με ριμέικ του πρώτου φιλμ. Νοσταλγία, θα μου πείτε. Φέρνει χρήμα.