Η νέα ταινία του Μπελόκιο συνεχίζει ένα εκπληκτικό σερί: Από το «Καλημέρα Νύχτα» του 2003, ταινία που σηματοδότησε την επιστροφή του στα κινηματογραφικά πράγματα μετά από δυο μάλλον στείρες δεκαετίες, ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης έχει να επιδείξει μόνο δυνατές ταινίες – και «Το αγόρι του Θεού» είναι από τις καλύτερες. Τα γεγονότα εδώ, απολύτως αληθινά: Το 1857, ο τότε Πάπας άρπαξε τον 6χρονο Εντγκάρντο Μορτάρα από την εβραϊκή οικογένειά του για να μεγαλώσει σε ένα καθολικό ιεροδιδασκαλείο με την «αιτιολογία» ότι μια υπηρέτρια τον είχε βαφτίσει κρυφά στην κούνια του. Όλα εδώ τεκμηριώνονται με αξιοθαύμαστη θεατρική μαεστρία από τον Μπελόκιο, καθώς ξεκινά από μια ιστορία τόσο τραγελαφικά ακραία στις λεπτομέρειες τις που θα ήταν δύσκολο να την πιστέψει κανείς – γι’ αυτό και επιμένει να αναφέρει τους συγκεκριμένους χρόνους, τις ημερομηνίες και τις τοποθεσίες όπου διαδραματίστηκαν όλα. Με ένα σχεδόν οπερατικό score το οποίο έρχεται να αγκαλιάσει την μεγαλοπρέπεια της αφήγησης, αντιπαραθέτει συχνά δίπλα – δίπλα τους ιδεαλισμούς των δυο πλευρών, ενώ βρίσκουμε κάπως επιφανειακές τις παρατηρήσεις περί «ακαδημαϊκής γραφής» που ακούστηκαν από μερίδα της κριτικής στην προβολή της ταινίας στις Κάννες: Πραγματικά δεν υπάρχει ούτε ένα πλάνο εδώ που να μην έχει μια ιδέα. Την ίδια στιγμή, ο Μπελόκιο δεν κάνει πίσω στο κοντινό μιας μάνας που κλαίει, μια εικόνα “εκβιαστική” θα έγραφαν κάποιοι, αλλά άμεσα συνδεδεμένη με την κληρονομιά του Ιταλικού σινεμά, από την εποχή του βωβού και τα νεορεαλιστικά χρόνια, μέχρι σήμερα.
Στο Χόλιγουντ από την άλλη κάνουν ό,τι έκαναν και οι Ιάπωνες πριν 60 χρόνια – όταν δηλαδή οι τελευταίοι λανσάριζαν μια «βεντάλια» τεράτων πλάι στον αγαπημένο τους Γκοτζίλα. Υπάρχει κάτι το ειρωνικό εδώ: Ο Γκοτζίλα είναι «παιδί» της Αμερικάνικης βόμβας που χτύπησε το Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα, ένα πλάσμα γεννημένο από τη φαντασία ενός λαού που μέσω αυτού του τέρατος βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει γι’ αυτό που του συνέβη στον Β’ Παγκόσμιο (οι Ιταλοί το έκαναν μέσω του νεορεαλισμού, μιας και τον αναφέραμε πριν). Σήμερα λοιπόν, τα μεγάλα στούντιο των ΗΠΑ είναι αυτά που πληρώνουν γενναία ποσά στους Ιάπωνες δικαιούχους για να στήσουν ταινίες σαν το «Γκοτζίλα x Κονγκ: Η Νέα Αυτοκρατορία», ένα κοκτέιλ «θεαματικών» καταστροφών (όλες ίδιες φαίνονται μετά από λίγο), τυποποιημένων διαλόγων (καημένη Ρεμπέκα Χολ!) και τερατωδών αναμετρήσεων. Ειλικρινά προτιμώ τις παρεμφερείς Ιαπωνικές ταινίες του ’60 – ή και τις τωρινές.
Σίγουρα λιγότερο βαρετός (και βαρύς, μιας και ξεκινήσαμε με Μπελόκιο) ο «Αγώνας για τη δόξα», μια ταινία που εμπνέεται από το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλλι του 1983, που θα πει Ιταλία (Lancia) εναντίων Γερμανίας (Audi). Ιταλο-γαλλική παραγωγή, γυρισμένη με Ιταλικό συνεργείο, που έρχεται να τα «μαζέψει» από το πρόσφατο trend ταινιών όπως το «Φορντ-Φεράρι» και φυσικά το… σκέτο «Φεράρι» του Μάικλ Μαν – μια μεθοδολογία στην οποία εκπίπτουν οι Ιταλοί παραγωγοί από το 1950! Η διαφορά με τις παλαιότερες εποχές του exploitation βέβαια είναι πως εκείνα τα «αντίγραφα» είχαν τη δική τους τρέλα, και τη δική τους ταυτότητα. Εδώ όλα είναι απλώς λίγο μικρότερα, λίγο φτηνότερα, λίγο πιο διεκπαιρεωτικά.
Βγαίνει και το πολυσυζητημένο (για όλους τους λάθος λόγους) ντοκιμαντέρ της Ελίνας Ψύκου «Αδέσποτα κορμιά». Όπως είχαμε γράψει και στην πολύ πρόσφατη ανταπόκριση μας από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, η ταινία εξερευνά εξονυχιστικά (και με κινηματογραφική έμπνευση) τις περιπτώσεις τριών γυναικών στην Ευρώπη σήμερα, που αναζητούν αντίστοιχα, το δικαίωμα τους στην άμβλωση, την εξωσωματική γονιμοποίηση και την ευθανασία – δίνοντας φωνή σε όλους όσους έχουν κάτι να πουν, είτε μας αρέσει, είτε όχι.