«Οι άποικοι» του Φελίπε Γκάλβες ξεκινούν με μια ρήση του Τόμας Μορ: «Τα πρόβατα σας, είναι τόσο αδηφάγα, που καταβροχθίζουν και τους ίδιους τους άντρες». To απόσπασμα προέρχεται από την περιβόητη «Ουτοπία» του, που εκδόθηκε το 1516, λίγα χρόνια πριν την εκτέλεση του από τον Ερρίκο τον Όγδοο. Στο βιβλίο αυτό, ο Μορ ανέπτυξε τη θεωρία του για μια κοινωνία ιδανική, απαλλαγμένη από ανισότητες, αναπτύσσοντας όμως και τις επιφυλάξεις του, μεταθέτοντας την πραγμάτωση της σε ένα μέλλον όπου «όλοι οι άνθρωποι θα είναι πια καλοί». Σχεδόν όλοι όμως στο φιλμ του Γκάλβες είναι, με τον τρόπο τους, ένοχοι – και οι κατακτητές, αλλά και οι συνένοχοι κατακτημένοι. Η ιστορία μας διαδραματίζεται στη Χιλή, στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου ένας βρετανός υπολοχαγός, ένας Αμερικανός πιστολάς και ένας ιθαγενής, αναλαμβάνουν την «εκκαθάριση» μιας τεράστιας έκτασης για λογαριασμό ενός πλούσιου γαιοκτήμονα – που καταλήγει σε λουτρό αίματος με αιφνιδιαστικές ανατροπές. Και ο σκηνοθέτης στήνει αρχετυπικά τους χαρακτήρες του, με την καθαρότητα ενός παλιού, βωβού γουέστερν (δεν είναι διόλου τυχαίο που η ταινία του κλείνει όπως κλείνει), επιλέγοντας όμως τη φιλμική αρετή του παλιού τεκνικολόρ: Η εντυπωσιακή φωτογραφία παραπέμπει στις κορυφαίες στιγμές του Τζον Φορντ, όμως στο κινηματογραφικό κοκτέιλ του Γκάλβες χωρά και ο Βέρνερ Χέρτζοκ, αλλά και το μυστικιστικό σινεμά του Μιγκέλ Γκομέζ – και οι νεωτερισμοί δεν σταματούν εδώ, αλλά επεκτείνονται και στην ηχητική μπάντα, όπου επικές συμφωνικές φράσεις εναλλάσσονται με ηλεκτρονικές κακοφωνίες. Το μάθημα ιστορίας που παραδίδεται εδώ είναι πολύτιμο, αλλά πιο πολύτιμο είναι αυτό που οι «Άποικοι» επιχειρούν σε επίπεδο κινηματογραφικό: Να πάρουν δηλαδή την κάμερα του γουέστερν από τα χέρια του Δυτικού κατακτητή, για να δούμε κι εμείς ένα «νέο» γουέστερν, μέσα από το βλέμμα του άλλου, θεαματικό, ψυχαγωγικό, βίαιο και πικρά αληθινό.
Η επόμενη, πιο αξιόλογη ταινία γι’ αυτή την εβδομάδα έρχεται από την Αυστραλία: «Το νέο αγόρι» ξεκινά κι αυτό από μια σελίδα της νεότερης ιστορίας, κατά την περίοδο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ανήλικοι Αβορίγινες αιχμαλωτίζονταν για να ανατραφούν σε απόμακρα μοναστήρια και να καλύψουν, «εκπαιδευμένοι» πια, το εργατικό κενό της χώρας. Η Κέιτ Μπλάνσετ είναι η αρχι-ηγούμενη εδώ, την παράσταση όμως κλέβει ο ανήλικος Άσγουαν Ριντ που ενσαρκώνει τον μικρό ιθαγενή χωρίς όνομα, που μοιάζει κιόλας να διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις. Μεσσιανικοί οι συμβολισμοί εδώ, το δε ερώτημα που τίθεται λειτουργεί, και εδώ, ως κριτική στον αποικιοκρατισμό: Τι πραγματικά κερδίζουν οι «εξανθρωπισμένοι», τι χάνεται μέσα από τη διαδικασία του «εκπολιτισμού». Κι εδώ υπάρχει μια αξιοσημείωτη δουλειά στη φωτογραφία (οι χρυσαφένιοι τόνοι της μας θύμισαν το αριστουργηματικό «Διάφανο δέρμα» του Φίλιπ Ρίντλεϊ), η ομορφιά αυτής της ταινίας όμως αναδεικνύεται όταν σταματάς να την «διαβάζεις»: Οι αινιγματικές σημάνσεις της δεν ερμηνεύονται πάντα – και ίσως δεν χρειάζεται.
Για τους φίλους του καθαρά ψυχαγωγικού σινεμά, ο Μάικλ Κίτον πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί το νέο-νουάρ «Το χρέος του εκτελεστή», με ήρωα έναν επαγγελματία δολοφόνο που πάσχει από μία (υπερβολικά) ραγδαία άνοια (σεναριακά μπερδεμένο – αλλά διαθέτει στιλ και τους Αλ Πατσίνο και Μάρσια Γκέι Χάρντεν σε μικρούς ρόλους), ενώ το ελληνικό «Μινόρε» του Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα μπερδεύει αναπάντεχα και θεαματικά τον Τσαρούχη με τον Λάβκραφτ, και το ρεμπέτικο με την επιστημονική φαντασία. Η δε «Άσπιλη» του Μάικλ Μόχαν με την Σίντνεϊ Σουίνι, θα καλύψει τους οπαδούς του δαιμονικού τρόμου ενώ, αναλόγως, το «Κουνγκ Φου Πάντα 4» θα ικανοποιήσει τους μικρούς φίλους της σειράς (αν και πρέπει να έχουν μεγαλώσει αρκετά πια).