© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Το μεγαλύτερο επίτευγμα του «Dune: Μέρος Δεύτερο» (θα ακολουθήσει και τρίτο), όπου ο Πολ Ατρείδης πολεμά τη φράξια των Χάρκονεν παρέα με τους νομάδες Φρέμεν, δεν είναι η δράση του, που όντως είναι συναρπαστική και, όπως είχε υποσχεθεί ο σκηνοθέτης, καταλαμβάνει ένα μεγάλο κομμάτι του φιλμικού χρόνου (που περνάει «νεράκι» παρά τη σχεδόν τρίωρη διάρκεια). Αυτό που είναι εξαιρετικά αξιοσημείωτο είναι πως ο Βιλνέβ κρατά σταθερά αναμμένη τη στοχαστική δάδα που άναψε στο πρώτο φιλμ. Και αυτή δε χάνει ποτέ τη φωτεινότητα της, δεν παύει να δείχνει το δρόμο λεπτό προς λεπτό, δίχως να θαφτεί από τόνους άμμου και υπέροχων ψηφιακών εφέ που ποτέ δεν προδίδουν την προέλευση τους (σε επίπεδο τεχνικού επιτεύγματος, η ταινία είναι ένας άθλος πέρα από κάθε κριτική). Ταυτόχρονα, ένας προσεκτικός θεατής μπορεί να απολαύσει ένα μικρό ανθολόγιο επιρροών που ξεκινούν από τις προφανείς και φτάνουν μέχρι τις κορυφές του Παγκόσμιου σινεμά: Η μουσική παραπέμπει ευθέως στο score του Βαγγέλη Παπαθανασίου για το «Blade Runner» και η ανάπτυξη του μύθου υπαγορεύεται δραματουργικά από την κληρονομιά του Τζορτζ Λούκας, την ίδια στιγμή όμως, οι πέτρινες κατοικίες των νομάδων ηρώων φιλμογραφούνται με σχεδόν Χερτζοκ-ικό δέος, ενώ δεν απουσιάζει ούτε ο Αντρέι Ταρκόφσκι του «Σολάρις», ούτε βεβαίως ο Κιούμπρικ του «2001». Όχι πως δεν υπάρχουν ενστάσεις: Ο Βιλνέβ παράλληλα ξέρει πως οφείλει να παραδώσει ένα blockbuster και έτσι είναι πολύ προσεκτικός και με τη βία (που, παρά το περιστασιακά προκύπτον σφαγείο, είναι πάντα μετρημένη οπτικά) αλλά και με την πολυπλοκότητα της αφήγηση του πρωτότυπου, λειαίνοντας εδώ όλα εκείνα τα σημεία που θα μπέρδευαν και τον τελευταίο στην αίθουσα. Αυτό εντέλει «κόβει» λίγο από τη συναισθηματική εμπλοκή μας και γι΄αυτό η ταινία του δεν είναι ένα αριστούργημα επιστημονικής φαντασίας. Γιατί ναι, το μυαλό μας επεξεργάζεται τις μεσσιανικές διαστάσεις αυτού του έντεχνου πολυπολιτισμικού κολάζ, τα μάτια μας χορταίνουν εμπνευσμένο θέαμα, η ψυχή μας όμως δεν μοιράζεται και πολλά από την ανάταση του ήρωα της καθώς είμαστε μονάχα παρατηρητές στο ταξίδι του. Βγαίνοντας από την αίθουσα, σκεφτόμουν την ταινία που ήθελε να γυρίσει ο Γιοντορόφσκι βασισμένος στο ίδιο βιβλίο, πριν καμιά πενηνταριά χρόνια. Ίσως να μην ήταν τόσο πιστή στο πρωτότυπο (κάτι που είναι τόσο, μα τόσο σημαντικό τώρα που τα fanboys ορίζουν τους νόμους του παιχνιδιού), αλλά μια παραπάνω έκσταση θα τη νιώθαμε. Μεγάλη χαρά πάντως να βλέπουμε τον Κρίστοφερ Γουόκεν σε ρόλο αυτοκράτορα!
Στην εντελώς αντίπερα όχθη του φιλμικού θεάματος, «Ο πάγος που καίει» του Άντονι Τσεν είναι ένα φιλμ λεπτεπίλεπτο και, ενίοτε, σπαρακτικά ανάλαφρο. Όλα ξεκινούν στο Γιαντζί, μια μεθοριακή πόλη της Βόρειας Κίνας, με τη συνάντηση της Νανά, μιας τουριστικής ξεναγού, και του Χό-Φανγκ. Ο τελευταίος έχει μια ακόμα μέρα εκεί, πριν επιστρέψει στη Σανγκάη – βρέθηκε στην πόλη για να παρευρεθεί σε κάποιον γάμο που μοιάζει να τον απασχολεί ελάχιστα. Στο δρόμο θα συναντήσουν το μάγειρα Χαν, και μαζί θα ξεκινήσουν μια τρυφερή περιπλάνηση, σε ένα φιλμ που παραπέμπει στο «Ζιλ και Ζιμ» του Φρανσουά Τριφό και έχει κάτι απ’ αυτή την ανεμελιά της πρώιμης Νουβέλ Βαγκ. Αν και πλημμυρισμένο στον πάγο (η χειμωνιάτικη πόλη κινηματογραφείται μαγικά, υπερτονίζοντας το περιρρέον ψύχος), η θέρμη των συναισθημάτων του βγαίνει μπροστά, και η συστολή των ηρώων του, συναντά λίγη από τη δική μας, έστω κι αν ανά στιγμές αυτή η καλλιγραφία έρχεται με ισχυρότερη ένταση απ’ ότι θα όφειλε, σε μια ιστορία σαν κι αυτή.