Skip to main content

Η αγάπη είναι ένα φάντασμα

Το «Άγνωστοι μεταξύ μας» είναι μια από τις πιο συγκινητικές εμπειρίες που είχαμε στο σινεμά τελευταία

Ο Άνταμ (ένας υποδειγματικά εσωστρεφής Άντριου Σκοτ) κάθεται στο τραπέζι με τη μητέρα του. Έχουν να τα πουν χρόνια. «Έχεις κοπέλα;» τον ρωτά. «Δεν έχω, επειδή δεν μου αρέσουν τα κορίτσια» της απαντά. Η μητέρα ξαφνιάζεται. Της εξηγεί πως τα τελευταία χρόνια έχουν αλλάξει πολλά. Πως πλέον οι ομοφυλόφιλοι δεν διαπομπεύονται. Πως η ομοφοβία διώκεται ποινικά. «Κανείς γονιός δεν θέλει κάτι τέτοιο για το παιδί του», του λέει, αλλά ο Άνταμ δεν ταράζεται. Δεν ταράζεται ούτε όταν η μητέρα του λέει, με μια περιπαικτική πικρία, πως ποτέ δεν κατάλαβε τι συνέβαινε «στο παράξενο μυαλό» του. Ταράζεται μόνο όταν τον ρωτά, κοιτάζοντας τον στα μάτια γεμάτη ανησυχία και στοργή, αν η ζωή ενός ομοφυλόφιλου είναι στ’ αλήθεια μοναχική. Τώρα που νικήσαμε την ομοφοβία (τουλάχιστον στη Μεγάλη Βρετανία όπου διαδραματίζεται η ταινία), τώρα που νικήσαμε ακόμα και το AIDS, μένει να αντιμετωπίσουμε τη μοναξιά – και αυτό εντέλει είναι και η πιο δύσκολη πίστα. Αυτό μοιάζει να μας λέει ο Άντριου Χέιγκ, σκηνοθέτης του αριστουργηματικού (και άπαιχτου στην Ελλάδα) «Weekend» με το νέο του φιλμ με τίτλο «Άγνωστοι μεταξύ μας». Το κλου; Η μητέρα του Άνταμ είναι πεθαμένη εδώ και χρόνια: Σκοτώθηκε σε τροχαίο, μαζί με τον πατέρα του, όταν αυτός ήταν ακόμα 12 ετών. Ο Άνταμ συνδιαλέγεται με φαντάσματα. Περνάει επίσης πολύ χρόνο με τον Χάρι (ο ικανότατος Πολ Μεσκάλ – ιδανικό αντίβαρο). Μοιάζουν μοναδικοί ένοικοι μιας τεράστιας πολυκατοικίας, κάτι που κάνει το μεταξύ τους ειδύλλιο να δείχνει σχεδόν αναπόφευκτο – όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε κεραυνοβόλο έρωτα. Πίσω απ’ την κάμερα, ο Χέιγκ παίζει με όλους τους σχετικούς κώδικες του Φανταστικού σινεμά, τους οποίους εντέλει και κατορθώνει να μεταγράψει, εικονογραφώντας μοναδικά τον εσωτερικό σπαραγμό των ηρώων του, ενίοτε αγγίζοντας τους και στα πιο ευαίσθητα σημεία τους, τόσο προσεκτικά που είναι αδύνατο να μην αγγίξει κι εμάς, αλλά και τον τελευταίο θεατή στην αίθουσα: Φαντάσματα είναι όσοι μας εγκατέλειψαν, φαντάσματα είμαστε κι εμείς που επιλέγουμε να ζούμε ακόμα δίπλα τους, φαντάσματα μοιάζουν και «όλοι αυτοί οι μοναχικοί άνθρωποι», που τραγουδούσε ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ στο «Eleanor Rigby», σε όποιον κόσμο κι αν περιφέρονται. Μονάχα η αγάπη μας επαναφέρει στη ζωή. Και το «Άγνωστοι μεταξύ μας» είναι μια σπαρακτική ελεγεία για την αγάπη που ποτέ δεν χάνεται – είτε σ’ αυτή τη ζωή, είτε στην άλλη.

NEOPA/Fictive

«Ο διάβολος δεν υπάρχει» μας λέει ο Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, ο σκηνοθέτης του υπέροχου «Drive my car», αλλά τούτη εδώ, η τελευταία ταινία του, δε θυμίζει σε πολλά την προηγούμενη. Αυτό το παράξενο και δυσνόητο στο κλείσιμο του οικολογικό δράμα, εξελίσσεται σε ένα μικρό αγροτικό χωριό όπου μια μεγάλη εταιρία ετοιμάζεται να στήσει ξενοδοχειακό συγκρότημα. Έλα όμως που το χωριό αυτό είναι σχεδόν ανέγγιχτο από την καταστροφική μανία του ανθρώπου: το καθαρό, παρθένο νερό από τα χιόνια που λιώνουν, τα μαγικά τοπία, οι λίμνες και τα βουνά, όπου τα ελάφια περιφέρονται ελεύθερα, φιλμογραφούνται θεαματικά, όχι επειδή είναι ωραίοι οι… φακοί, αλλά επειδή η ομορφιά του τοπίου είναι τέτοια, που όπου και να στήσεις την κάμερα, θα έχεις ένα ωραίο πλάνο! Το ζήτημα εδώ είναι ο ρυθμός – και ο Χαμαγκούτσι παίζει ένα παιχνίδι με τον θεατή, καθώς το υποβλητικό πρώτο μέρος δίνει τη θέση του σε μια ξεκάθαρα οικολογική προβληματική (οι κάτοικοι του χωριού προβάλουν σθεναρή αντίσταση στους εκπροσώπους της εταιρίας) που εμένα προσωπικά με πήγε κατευθείαν στο ελληνικό «Digger» που είδαμε πριν δυο χρόνια στα θερινά σινεμά. Ο Χαμαγκούτσι βέβαια δεν έχει καμία διάθεση να γυρίσει κάτι τόσο προβλέψιμο: Ένα γιγαντιαίο WTF πλανάται πάνω από το τελευταίο πεντάλεπτο της ταινίας, ένα φινάλε που ξεπερνά τις έννοιες του «αλληγορικού» ή έστω απλά του «ανοιχτού». Τι συμβαίνει ακριβώς, μη με ρωτήσετε. Αλλά δεν μπορώ να το ξεχάσω. Φαντάζομαι, αυτό ήταν και το ζητούμενο.

Ένα ειδύλλιο ζουν ο Φάνης και η Μαρία, δηλαδή ο Χάρης Φραγκούλης και η Μαρία Αρζόγλου στο φιλμ «Νέα Ήπειρος» σε σκηνοθεσία Παντελή Παγουλάτου. Δυο νέοι ερωτευμένοι σε μια άγρια, πολύ άγρια Αθήνα. Ανάμεσα στο φιλμ – νουάρ και το ερωτικό δράμα, η «Νέα Ήπειρος» δείχνει να παραπατά στο πρώτο σκέλος όπου κυριαρχεί μια παράφωνη υπερβολή (ο Φάνης είναι ένας μικροκακοποιός που προσπαθεί να πιάσει την καλή) και να βρίσκει τις ισορροπίες της όταν οι εντάσεις πέφτουν, όπου η αναδυόμενη ευαισθησία αυτής της ιστορίας έρχεται και σε κοιτάζει στα μάτια. Το κοντράστ πάντως είναι πολύ έντονο – χρειαζόταν περισσότερο μελέτη (και μαστοριά) στο πρώτο μέρος που μοιάζει άτσαλο και προχειροστημένο.

JAMES/PARAMOUNT PICTURES

Ήμουν επίσης εξαιρετικά σκεπτικός στα πρώτα λεπτά του «Bob Marley: One Love», όμως η ταινία, εγκεκριμένη από την οικογένεια του θρυλικού αστέρα της ρέγκε, φροντίζει να κρατά σταθερό τον ρεαλιστικό της χαρακτήρα, και διαθέτει λεπτομέρειες που ενδεχομένως θα ενθουσιάσουν τους μουσικούς που θα κάνουν τον κόπο να πάνε μέχρι την αίθουσα – γιατί δεν ξέρω πόσους φίλους έχει εντέλει η ρέγκε στην Ελλάδα…