Ο Τζακ Μπάρτον Άντκινσον, παλαιστής στο επάγγελμα, υιοθέτησε το ψευδώνυμο Φριτς Βον Έριχ, αφήνοντας να εννοηθεί πως υπήρξε απόγονος μιας Γερμανικής οικογένειας με ρίζες στο ναζισμό – όλα αυτά το 1953, λίγα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεντρώνοντας το μένος του πλήθους, ο Άτκινσον έχτισε μια μεγάλη καριέρα για να προαχθεί στη συνέχεια σε promoter μεγάλων τουρνουά πάλης, «φτιάχνοντας» έδαφος για τους τέσσερις γιους του που ακολούθησαν το επάγγελμα του – αυτή τη φορά όμως όχι ως «κακοί», αλλά ως καλοσυνάτοι, ευγενείς, «πεντακάθαροι» αθλητές, πάντα υπό τις οδηγίες του δεσποτικού τους πατέρα. Η «Σιδερένια γροθιά» του Σον Ντέρκιν ξεκινά από την ιστορία αδελφών Φον Έριχ, που έμειναν, με τη σειρά τους, αξέχαστοι στους θαυμαστές της επαγγελματικής πάλης στις αρχές των ’80s, χτίζοντας τον δικό τους μύθο – που έμελλε να έχει και πολλά, ιδιαιτέρως σκοτεινά κεφάλαια.
Ο Ρολάντ Μπαρτ, στις «Μυθολογίες του» γράφει πως, στο ρινγκ, ακόμη και στα πιο αχανή βάθη της εθελοντικής ατίμωσης τους, οι παλαιστές παραμένουν Θεοί, επειδή, για μια στιγμή, συνιστούν την καθαρή χειρονομία που χωρίζει το καλό από το κακό, μια μορφή δικαιοσύνης που μπορούμε να κατανοήσουμε και να ασπαστούμε. Πάνω σε αυτή τη ρήση δείχνει να βασίζεται ο Ντέρκιν, που αποκαθηλώνει τον machismo αυτών των τραγικών προσώπων (ο Ζακ Έφρον σε μια εκπληκτική ερμηνεία), καθώς ανατέμνει το αμερικάνικο όνειρο, με όρους ενός σινεμά λαϊκού που υπερβαίνει εντέλει τη λαϊκότητα του, όπως συμβαίνει στο σινεμά του Μάικλ Τσιμίνο. Η ταινία του μοιάζει να βαδίζει αμείλικτα προς την τραγωδία: Το κοινό που έχει συνηθίσει στο feel-good αθλητικό δράμα σίγουρα δεν θα είναι προετοιμασμένο για ένα τόσο μελαγχολικό, αλλά και τόσο όμορφο φιλμ (η φωτογραφία του Ούγγρου Μάτιας Έρντελι, γνωστός για τη δουλειά του στον «Γιο του Σαούλ»), που ενώ δείχνει αμερικάνικο μέχρι μυελού οστών, η οδύνη που κρύβει αγγίζει σχεδόν Τσεχοφικά επίπεδα. Το έλεγε άλλωστε και ο ίδιος ο Τσέχωφ: Κάθε οικογένεια έχει τη δική της δυστυχία.
Ένα πέπλο νοσταλγίας μοιάζει να καλύπτει ολόκληρο το σινεμά της Σοφία Κόπολα, από τις πρώτες εικόνες του «Χαμένοι στη μετάφραση» (με αυτό το αξέχαστο πρώτο καρέ), μέχρι τις πασαρέλες της μικρής «Πρισίλα» στη νέα, ομώνυμη ταινία της. Αρκετά πριν η vintage αισθητική επιστρέψει σαρωτικά σε κάθε τομέα της ψυχαγωγίας μας, η Κόπολα επένδυσε σε εικόνες pop καλλιέπειας, αραχνοΰφαντες και συμμετρικές, φορείς του παρελθόντος μέσα στο παρόν. Γιατί είναι μια νοσταλγία που αισθάνεσαι στο «τώρα», ένα «τώρα» που δεν απουσιάζει ποτέ από το σινεμά της, όπως ακριβώς δεν απουσιάζoυv, για παράδειγμα, οι Siouxsie and the Banshees από το soundtrack της «Μαρίας Αντουανέτας».
Η «Πρισίλα» μοιάζει να αποτελείται από αναμνηστικές βινιέτες όπου όλα δείχνουν φιλτραρισμένα μέσα από αυτό το μελαγχολικό πρίσμα, με το mise-en-scène να μας υπενθυμίζει διαρκώς πως το ζήτημα εδώ δεν είναι η ακρίβεια της αναπαράστασης μιας άλλης εποχής, αλλά η αναβίωση της μέσα από το βλέμμα κάποιας που την είδε να χάνεται – μαζί με την αθωότητα της. Αυτό είναι το βλέμμα της Πρισίλα Πρίσλεϊ, που γνώρισε τον Έλβις μόλις στα 14 της χρόνια, για να τον παντρευτεί στα 17 και να τον εγκαταλείψει εντέλει δέκα χρόνια αργότερα. Η Πρισίλα λοιπόν αποχαιρέτησε την αθωότητα της εποχής της, μαζί με τη δικιά της, έτσι όπως έζησε σαν ένα κορίτσι παγιδευμένο μέσα σε μια αραχνοΰφαντη και συμμετρική φούσκα – και όταν έφτασε στο τέρμα αυτής της διαδρομής, ήταν πλέον γυναίκα. Η Σοφία Κόπολα καταγράφει αυτή τη διαδρομή με ευαισθησία και μεγάλη μαεστρία – αρκεί να είσαι πρόθυμος να συντονιστείς.
Στο βραβευμένο στη Θεσσαλονίκη «Animal» της Σοφίας Εξάρχου, όλο το δράμα λαμβάνει χώρα σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο, κατά τη διάρκεια της θερινής σεζόν. Η ταινία παίρνει μπρος, και αυτομάτως φέρνεις στο νου σου το «Aftersun», μόνο που τώρα η ιστορία αρθρώνεται από την άλλη πλευρά, αυτή των ανιματέρ, των σόουμεν που αναλαμβάνουν να ψυχαγωγήσουν τα πελατάκια, όχι μονάχα με χορό και τραγούδι, αλλά και χρωματίζοντας τις δραστηριότητες των τελευταίων με μια, καταναγκαστικά χαρωπή πινελιά. Η βασική ιδιότητα τους δηλαδή, είναι η ευθυμία – μια κατάσταση στην οποία οφείλουν να βρίσκονται εσαεί, ή τέλος πάντων, όσο διαρκεί η καλοκαιρινή περίοδος. Γι’ αυτό πληρώνονται, μας λέει η Εξάρχου. Όχι μόνο για το ταλέντο τους στο χορό και το τραγούδι, αλλά για να εκποιήσουν ένα κομμάτι της ψυχής τους.
Όπως και στην προηγούμενη ταινία της, το «Park», η σκηνοθέτιδα ανασυνθέτει με καλοζυγισμένους φιλμικούς όρους ένα σύμπαν που δείχνει απόλυτα ρεαλιστικό, μέσα στο οποίο ο θεατής είναι έτοιμος να δεχτεί τα πάντα. Στο «Park» αισθάνθηκα πως αυτό δεν ήταν αρκετό για να προκύψει μια ιστορία: Η ταινία έμοιαζε να επαναλαμβάνει το μονοσήμαντο επιμύθιο της ξανά και ξανά, σε κάθε σεκάνς. To στοιχείο της επανάληψης υπάρχει κι εδώ, όμως αυτή τη φορά, η επιλογή του θέματος ευνοεί πολύ τη μεθοδολογία της σκηνοθέτιδας: Αυτή η κλεφτή ματιά στα παρασκήνια μιας γνώριμης – και εντελώς μπανάλ – συνθήκης διαθέτει, πέραν των σημάνσεων της, και κάτι το ενοχικά συναρπαστικό. Είναι όμως η ερμηνεία της επίσης βραβευμένης – και απολύτως συγκλονιστικής – Δήμητρας Βλαγκοπούλου, στο ρόλο της αρχηγού αυτής της ομάδας διασκεδαστών, που δυναμιτίζει το δράμα: Δε χρειάζεται να ακουστεί ένα βαθύ και περίπλοκο backstory για να συναισθανθούμε την εσωτερική της οδύνη – ένα κοντινό στο πρόσωπο της, είναι αρκετό.