Είναι πολύ ιδιαίτερο αυτό που σου συμβαίνει όταν παρακολουθείς μια ταινία του Χαγιάο Μιγιαζάκι, τόσο που δεν γίνεται καν αντιληπτό με την πρώτη, αλλά πραγματικά πιστεύω πως μπορείς να φτάσεις σε μια κατάσταση ζεν μέσα από τις ιστορίες του – και ακόμα περισσότερο, από την αφήγηση του. Όχι πως δεν φλερτάρει με το χάος, ιδιαίτερα σε σκηνές όπου μοιάζουν να συμβαίνουν πολλά ταυτοχρόνως, όμως πάντα ο σκηνοθέτης φροντίζει να «προσγειώσει» τον θεατή του σε μια συνθήκη εσωτερικής γαλήνης. Είναι μια διαδικασία βαθιά προσωπική, σχεδόν εσωστρεφής, και στη νέα του ταινία με τίτλο «Το αγόρι και ο Ερωδιός» αυτό γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο, ίσως επειδή αυτή εδώ μοιάζει να αποτέλεσε μια θεραπευτική διαδικασία και για τον ίδιο – κάτι απολύτως λογικό για έναν δημιουργό που πλησιάζει προς το τέλος της ζωής του και παρουσιάζει εδώ την (υποθέτουμε) τελευταία του δουλειά. Η ιστορία διαδραματίζεται το 1944, προς το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν μια βόμβα σκοτώνει τη μητέρα του Μάχιτο, ενός 12χρονου αγοριού. Ο καιρός περνά, η θλίψη της απώλειας δίνει τη θέση της στη ζωή, ο πατέρας παντρεύεται τη μικρότερη αδερφή της αποθανούσας γυναίκας του και η οικογένεια μετακομίζει στην επαρχία. Η προσαρμογή για το αγόρι, δύσκολη πολύ. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ένας γιγάντιος ερωδιός πετάει συνεχώς πάνω από το σπίτι του, μέχρι που μια μέρα, παίρνει μια άγρια, ημι-ανθρώπινη εμφάνιση (το πρόσωπο ενός άνδρα με τεράστια δόντια ξεπροβάλλει από το ράμφος του) και ψιθυρίζει στον Μάχιτο λόγια που φέρνουν άνω – κάτω τη ζωή του: «Δεν έχεις δει το σώμα της μητέρας σου. Είναι ακόμα ζωντανή». Βασισμένο στο βιβλίο του Γιοσίνο Γκενζαμπούρο «Πως να ζεις», όπου ένας θείος εκπαιδεύει τον ανιψιό του για μια ζωή χωρίς διαμάχες και συγκρούσεις (διόλου τυχαία, με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ιάπωνες ανέδειξαν το βιβλίο ως «εγχειρίδιο» ζωής), το πνευματικό αυτό παραμύθι, διασχίζει τη λεπτή γραμμή που ενώνει τον κόσμο των ανθρώπων με τον κόσμο των πνευμάτων (όπως το «Spirited away»), προς ένα καθάριο, γλυκόπικρο φινάλε.
Αλλαγή κλίματος τώρα, μιας και ακολουθεί η νέα ταινία του Ράντου Ζούντε, που επιστρέφει μετά το «Ατυχές πήδημα ή παλαβό πορνό» (Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο) με ένα φιλμ ακόμα πιο αταξινόμητο, πιο ντανταϊστικό, πιο αναρχικό. Ο τίτλος, εκπληκτικός: «Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου». Η ταινία η ίδια παρακολουθεί τη ζωή της Άντζελα (ένα tour-de-force από την απίθανη Ιλίνκα Μανολάτσε), μια κακοπληρωμένη βοηθό παραγωγής που αλωνίζει τους δρόμους του Βουκουρεστίου με το αυτοκίνητό της για το κάστιγκ ενός εταιρικού βίντεο. Ακούει μονίμως δυνατά μουσική για να μην την πάρει ο ύπνος στο τιμόνι, τσακώνεται διαρκώς με άλλους οδηγούς στο δρόμο, ενώ παράλληλα ανεβάζει σατιρικά (και πρόστυχα) βίντεο στο TikTok ενδυώμενη την περσόνα του Μπόμπιτα, ενός αθυρόστομου κάγκουρα. Την ίδια στιγμή, οι σκηνές στο «τώρα» αντιπαρατίθενται με πλάνα από την ταινία «Η Άντζελά προχωρά» του 1981, με ηρωίδα μια οδηγό ταξί στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου (ναι, η ταινία είναι ΚΑΙ δοκίμιο). Τι άλλαξε πραγματικά από τότε, μοιάζει να αναρωτιέται ο Ζούντε; Στα χαρτιά, πολλά. Αλλά οι μισθοί, ξαφνικά, είναι ακόμα πιο χαμηλοί, σε σχέση με τα προσφερόμενα αγαθά, και η ζωή δείχνει ακόμα πιο απάνθρωπη. Μονταρισμένη σε ρυθμούς πραγματικά μοντέρνους (σα να περνάτε από story σε story στο Instagram), διατηρώντας αναλλοίωτο το αναρχικό πνεύμα της πρώιμης nouvelle vague, η συναρπαστική ταινία του Ζούντε σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα της, ακριβώς επειδή τίποτα δεν πρέπει να μείνει όρθιο στον σύγχρονο κόσμο που αγκάλιασε με τέτοιο πάθος το νεοφιλελευθερισμό.
Σε μια δυστοπική Ιαπωνία το κυβερνητικό πρόγραμμα «Πλάνο 75» (ο τίτλος της εξαιρετικής ταινίας της Τσι Χαγιακάουα) παροτρύνει τους ηλικιωμένους πολίτες άνω των 75, να επιλέξουν οικειοθελώς την ευθανασία, ως λύση στο πρόβλημα μιας ολοένα και πιο γερασμένης κοινωνίας, στην οποία συνεχώς αυξάνονται τα εγκλήματα μίσους με θύματα ανθρώπους της τρίτης ηλικίας. H ταινία της Χαγιακάουα επενδύει σε έναν υπόκωφο ρυθμό, ο οποίος προσωπικά μου θύμιζε πολύ το σινεμά του Γιασουχίρο Όζου, «έπιασα» δηλαδή αυτές τις συχνότητες στην αραχνοΰφαντη αφήγηση του φιλμ που ναι, φλερτάρει με το δυστοπικό sci-fi, έτσι όπως αντλεί τις πιο συγκινητικές ιδέες του από τους χειρότερους σύγχρονους φόβους μας, δηλαδή την ολισθηρή πορεία προς το φασισμό (και τη συνειδητοποίηση ότι έχουμε πλέον ξεπεράσει τα όρια). Σημειώστε πως η Χαγιακάουα εμπνεύστηκε από ένα αληθινό γεγονός (το 2016, ένας εργαζόμενος σε ίδρυμα φροντίδας για άτομα με νοητική και ψυχική αναπηρία μαχαίρωσε μέχρι θανάτου 19 ασθενείς στα κρεβάτια τους, βέβαιος πως προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στο δημόσιο), και το «Σχέδιο 75» ανοίγει με μια παρόμοια φρικαλεότητα. Το «παράδοξο»; Στην ταινία υπάρχουν μικρές χαραμάδες ελπίδας, και αυτές προκύπτουν μονάχα από την ανθρωπιά των κεντρικών χαρακτήρων, ιδίως της Μίτσικο, της ηλικιωμένης που, αν και μόνη στον κόσμο, δείχνει να μην έχει χάσει ίχνος από τη θέληση της για ζωή. Είναι αυτές οι στιγμές που σε διαπερνούν, αυτές οι στιγμές που κάνουν το δράμα τόσο αβάσταχτο, καθώς η σκηνοθέτιδα υπογραμμίζει πως σε μια εποχή άγριου καπιταλισμού (γιατί εντέλει, όλα για το χρήμα γίνονται και εδώ), η τρυφερότητα και η ανθρωπιά είναι η μοναδική πραγματική αντίσταση.
O «Ύποπτος» στο νέο θρίλερ του Φιλίπ Μπαραντίνι είναι ο εικοσάχρονος Χάρι, που ταξιδεύει από την πόλη στο πατρικό του στην επαρχία. Φτάνοντας εκεί ανακαλύπτει πως ο σταθμός από τον οποίο ταξίδεψε έχει δεχτεί τρομοκρατική επίθεση, με τον δράστη που φαίνεται στις κάμερες να μοιάζει με αυτόν. Στη συνέχεια, θα απολαύσει ένα γεύμα με τους γονείς του, αν και έχει ενδοιασμούς. Τι να κάνεις, να κάτσεις να σκάσεις; Επειδή όμως ο Μπαραντίνι είναι ανοιχτοχέρης με τους συμβολισμούς του, ακολουθεί μια σεκάνς όπου ο ήρωας παρακολουθεί μια παλιά ταινία τρόμου, με χωρικούς να εισβάλλουν σε ένα κάστρο κραδαίνοντας πυρσούς. Την ίδια στιγμή, ένας παρόμοιος όχλος σχηματίζεται στο διαδίκτυο. Η ζωή του βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο. Μια ωραία βάση για ένα δυνατό θρίλερ – και αυτό εντέλει βλέπουμε από τον Μπαραντίνι που είναι επίσης ο σκηνοθέτης του «Σημείου βρασμού», μια άσκηση πάνω στο suspense που κέρδισε το ενδιαφέρον του κοινού. Και εδώ πάντως, το όλο θέαμα είναι μονοσήμαντο στις σημάνσεις του, έτσι όπως πιάνει την κουλτούρα ακύρωσης και τη διαδικτυακή τοξικότητα για να αναπτύξει, όχι μια μελετημένη προβληματική, αλλά μια διδακτική ρητορεία.
Πάντως είναι πιο μάστορας από τον Μάθιου Βον του «Argylle», με ηρωίδα μία μοναχική συγγραφέα κατασκοπικών μυθιστορημάτων, η πλοκή των οποίων αρχίζει να αντικατοπτρίζει τις μυστικές ενέργειες μιας πραγματικής κατασκοπευτικής οργάνωσης. To concept του συγγραφέα αυτών των βιβλίων που μπλέκει τα όρια φαντασίας και πραγματικότητας δεν είναι και τόσο φρέσκο (θυμίζουμε το «Ο υπερκατάσκοπος με τα χίλια πρόσωπα» του Ντε Μπροκά με τον Ζαν Πολ Μπελμοντό, παραγωγής 1973), και δείχνει να φοριέται τελευταία στο Χόλιγουντ, αλλά η ταινία αυτή διαθέτει ένα τεράστιο ατού που ακούει στο όνομα Σαμ Ρόκγουελ: Ο σπουδαίος ηθοποιός επιδεικνύει για άλλη μια φορά ένα υποδειγματικό κωμικό timing που σχεδόν κάνει το όλο φιλμ να λειτουργεί. Και λέω «σχεδόν» γιατί καμιά κωμωδία δε μπορεί να λειτουργήσει στο έπακρο όταν ξεπερνά το απαγορευτικό δίωρο, όσο κι αν ο Βον φροντίζει να μας βομβαρδίζει με στυλ, ανακυκλώνοντας συχνά – πυκνά ευρήματα από παλαιότερες ταινίες του (τα χορογραφημένα shoot-outs παραπέμπουν ευθέως στις ταινίες της σειράς Kingsmen). Πάντως, προσφέρει λίγο – πολύ αυτά που υπόσχεται.