Skip to main content

Ο Άντονι Χόπκινς κυριαρχεί ξανά

Άλλη μια σπουδαία ερμηνεία από τον μεγάλο ηθοποιό, στο εξαίρετο «Μια ζωή»

Βρέθηκα στο Λονδίνο τα περασμένα Χριστούγεννα και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με την αφίσα του «Μια ζωή», μια ταινία για την οποία δε γνώριζα το παραμικρό – και με πρωταγωνιστή τον Άντονι Χόπκινς. Αγοράζω ένα κινηματογραφικό περιοδικό (ναι, έχουν ακόμα τέτοια στη Μεγάλη Βρετανία) και διαβάζω διθυράμβους. Κάποιοι μιλούν ακόμα και για ενδεχόμενο τρίτου Όσκαρ στον μεγάλο ηθοποιό. Δεν είμαι τόσο βέβαιος (άλλα λένε τα προγνωστικά και οι Άγγλοι είναι γνωστά ψώνια με τα ταλέντα τους) αλλά αν σημειώσουμε πως ο Χόπκινς είναι όντως εξαιρετικός και πως το «Μια ζωή» βασίζεται σε αληθινή ιστορία, τότε μάλλον συγκεντρώνει τα προαπαιτούμενα για ένα καλό outsider. Πρόκειται για την ιστορία του Νίκι Γουίντον, νεαρού μεσίτη από το Λονδίνο, ο οποίος κατόρθωσε να σώσει 669 παιδιά (κυρίως εβραιόπουλα) από την Πράγα, μόλις λίγες μέρες πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Κι εμείς, τον παρακολουθούμε στο «τότε», και στο «τώρα», δηλαδή 50 χρόνια μετά. Παρά το βαρύ ιστορικό φορτίο, το «Μια ζωή» δεν είναι ένα φιλμ για το Ολοκαύτωμα, αλλά για το βάρος της συστολής – ή ακόμα και της ενοχής: Γιατί να υπερηφανευτώ για το «κατόρθωμα» μου, όταν πέθαναν τόσοι αθώοι; Γιατί να ξέρει ο οποιοσδήποτε εκεί έξω πως έκανα κάτι καλό, γιατί να αφήσω αποτύπωμα όταν απέτυχαν τόσοι άλλοι, πιθανότατα πιο άξιοι και από εμένα; Εδώ η ταινία προχωρά στο δεύτερο γεγονός που πραγματικά την απασχολεί: To 1988, o Νίκι Γουίντον δέχτηκε μια πρόσκληση από τους παραγωγούς της εκπομπής «That’s life» (ας πούμε, μια εκδοχή του «Αυτή είναι η ζωή σου») σε ένα επεισόδιο που γνωστοποίησε την ιστορία του σε όλη τη χώρα. Εκεί, η οικοδέσποινα Έσθερ Ράντζεν ρώτησε το κοινό στο στούντιο: «Χρωστάει κανείς εδώ απόψε τη ζωή του στον Νίκολας Γουίντον;» και δεκάδες άνθρωποι που κάθονταν γύρω από τον τότε 77χρονο σηκώθηκαν αποκαλύπτοντας ότι ήταν τα παιδιά που είχε σώσει. Και ναι, μπορεί η παραγωγή να δείχνει υπέρ του δέοντος ακαδημαϊκή (έχει κάτι από BBC drama όλο αυτό), αλλά δύσκολα συγκρατεί κανείς τα δάκρυα του.

Κανείς δεν κλαίει όμως για την Ραμόνα στο δυνατό «Μητέρα, πατρίδα» του Αλβάρο Γκάρο, με τη συγκλονιστική Μαρία Βασκέζ στο ρόλο μιας σκληρά εργαζόμενης γυναίκας που γίνεται χίλια κομμάτια για να τα φέρει βόλτα, δίχως να την περιμένει μια παρηγοριά στο σπίτι: Ο αλκοολικός σύντροφος της μοιάζει να έχει μόνο απαιτήσεις και καμία ευθύνη, ενώ η σχέση με την κόρη της, από προηγούμενο γάμο, δείχνει διαλυμένη. Ξεκινώντας από την ομώνυμη ταινία μικρού μήκους που ο Γκάρο γύρισε το 2017, η ιστορία δείχνει σταθερά δραματική, όμως ο καταιγιστικός ρυθμός του φιλμ σταματά, πάντα στα σωστά σημεία, για λίγες στιγμές ζεστασιάς, ενίοτε με την κυριολεκτική έννοια (η Ραμόνα αφήνει τον ήλιο να φωτίσει το πρόσωπο της σε μια σπάνια ανάπαυλα).  Το επιμύθιο: Ποτέ δεν είναι αργά για σωστές αποφάσεις.

Για τους φίλους του ψυχαγωγικού σινεμά, δυο προτάσεις υπάρχουν αυτή την εβδομάδα, και οι δυο αξιοπρεπέστατες: Στο «Ένα γκολ για τη νίκη» του Τίκα Γουαϊτίτι ο Μάικλ Φασμπέντερ προπονεί τη χειρότερη ποδοσφαιρική ομάδα του κόσμου (την Εθνική της Αμερικανικής Σαμόας – αληθινή κι αυτή η ιστορία), σε μια αθλητικού περιεχομένου κωμωδία που ανανεώνει τη παλιά γνωστή συνταγή (ενώ ταυτόχρονα επενδύει σ’ αυτήν), ενώ ο «Γρήγορος Τσάρλι» με τον Πιρς Μπρόσναν είναι μια απολαυστική, άκρως αμοραλιστική χιουμοριστική περιπέτεια, επιδέξια σκηνοθετημένη από τον Φίλιπ Νόις και γεμάτη «φονικές» ατάκες – α, και μόλις κάτω από 90 λεπτά. Επιτέλους, ένα ειλικρινές b-movie!