Ο Χρήστος Βακαλόπουλος έγραφε: «Ανάμεσα σε εμάς και την πραγματικότητα ξετυλίγεται μια αόρατη ταινία, μέσα στην οποία καλούμαστε να ζήσουμε ως φαντάσματα. Οι μεγάλες ταινίες παραμερίζουν αυτή την ταινία της ζωής μας, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους εαυτούς μας και στην πραγματικότητα». «Το δέντρο με τις χρυσές πεταλούδες» είναι μια τέτοια ταινία. Κεντρικός ήρωας ο Θιέν, ένας μάλλον κυνικός νέος που ζει στη Σαϊγκόν. Και η ζωή του αλλάζει σε μια στιγμή – όταν δηλαδή χάνει την κουνιάδα του σε ένα τροχαίο δυστύχημα. Η σκηνή αυτή αποτελεί και την κατακλείδα του εναρκτήριου μονοπλάνου της ταινίας, ένα μονοπλάνο στημένο με μεγάλη μαεστρία, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως πρόκειται για την μόλις πρώτη ταινία του Θιέν Αν Φαμ, που βραβεύτηκε με Χρυσή Κάμερα στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών γι’ αυτό το μυσταγωγικό ντεμπούρο. Εξ’ αρχής λοιπόν αντιλαμβανόμαστε πως οι ρυθμοί εδώ είναι πιο ράθυμοι, χωρίς όμως αυτό να κόβει πόντους από τον ρεαλισμό του όλου θεάματος. Έχουμε γκρινιάξει αρκετά απ’ αυτή τη σελίδα για τις ξεχειλωμένες διάρκειες ταινιών που δεν ωφελούν σε τίποτα την ιστορία, εδώ όμως έχουμε, επιτέλους, ένα φιλμ που το δικαιολογεί: Μόνο μέσα απ’ αυτούς τους ρυθμούς μπορεί να παραμεριστεί η «ταινία της ζωής μας» και να έρθουμε σε επαφή με την εσωτερική μας φωνή, καθώς ακολουθούμε τον Θιέν πίσω, στην επαρχία, εκεί όπου μεγάλωσε, για να συνοδεύσει, ως οφείλει, το σώμα της κουνιάδας του πίσω στην πατρίδα τους. Τον συνοδεύει ο ανιψιός του, Ντάο, ο οποίος επέζησε από θαύμα από τη συντριβή. Εδώ, ο Θιέν Αν Φαμ παίρνει το μοτίβο του road movie μετατρέποντας το σε μια ελεγεία πάνω στην Πίστη, καθώς τοποθετεί, στη θέση του κινηματογραφικού φακού, ένα έσοπτρο: Η διαδρομή που διανύει ο ήρωας μας, είναι κυρίως εσωτερική, καθώς ο κυνισμός που όρισε και τις επιλογές του (εγκατέλειψε τη ζωή στην επαρχία, απογοητευμένος, θα έλεγε κανείς, από τη θεϊκή ανυπαρξία) ξεκινά να ξεφλουδίζει, αποκαλύπτοντας την ταραγμένη ψυχή του. Μια διαδρομή που μεταφράζεται εδώ σε ένα πλήρως μεθυστικό κινηματογραφικό θέαμα.
Μακάρι να ήταν εξίσου σοβαρός απέναντι στις σημάνσεις του και ο Κρίστοφερ Μπόργκιλ, που μετά το «Σιχάθηκα τον εαυτό μου» επιστρέφει με το «Ονειρικό σενάριο». Το μεγάλο ατού της ταινίας έχει ονοματεπώνυμο: Νίκολας Κέιτζ – εκπληκτικός για άλλη μια φορά σε έναν απαιτητικό ρόλο. Ομολογουμένως, και η κεντρική ιδέα αξίζει: Ένας άχαρος καθηγητής πανεπιστημίου βλέπει τη ζωή του να γίνεται άνω κάτω όταν, ξαφνικά, εκατομμύρια άγνωστοι αρχίζουν να τον βλέπουν στα όνειρά τους, αρχικά ως παρατηρητή (με τον ήρωα να απολαμβάνει τη διασημότητα του), και μετέπειτα ως θύτη (με τον ήρωα να ανακαλύπτει τη σκοτεινή όψη της). Αυτή η ιδέα όμως λειτουργεί εντέλει σαν τροχοπέδη καθώς η ταινία δεν κάνει τίποτα για να την αναπτύξει ουσιαστικά. Ό,τι δηλαδή συνέβαινε και με την προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη.
Υπάρχουν βέβαια και ταινίες που καταργούν με μιας την κριτική σου ιδιότητα. Αυτές που όταν τις βλέπεις, δεν «σκέφτεσαι», αλλά νιώθεις τα χέρια σου να ιδρώνουν, και το σώμα σου να πηγαινοέρχεται γύρω από το κάθισμα του. Τέτοια ταινία είναι το σίκουελ των περσινών Τριών Σωματοφυλάκων («Οι τρεις σωματοφύλακες ΙΙ: Μιλαίδη»), όπου ο Μαρτάν Μπουρμπουλόν επιστρέφει στους ήρωες του Αλέξανδρου Δουμά καθώς ο Ντ’ Αρτανιάν αναγκάζεται να ενώσει τις δυνάμεις του με τη Μιλαίδη. Φανταστείτε «Κλασσικά Εικονογραφημένα», σε σύγχρονη κινηματογραφική απόδοση, όπου όμως όλα εδώ είναι στημένα με μεγάλη φινέτσα. Εδώ οι σκηνές μαχών δεν είναι κατακερματισμένες σε χιλιάδες στιγμιαία πλάνα, αλλά φιλμογραφημένες με (θα το πω) Ευρωπαϊκή χάρη.