Οι πιο περιπετειώδεις σινεφίλ γνωρίσαμε τον σκηνοθέτη Ρολφ ντε Χιρ με ένα πραγματικά «κουνημένο» όσο και συναρπαστικό φιλμ, το «Bad boy Bubby» του 1993. Αν και δε γνώρισε ποτέ διανομή στην Ελλάδα, προβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας εκείνης της σεζόν, μια προβολή που μας είχε κάνει να παραμιλάμε. Ο κεντρικός ήρωας ήταν ένας άνδρας 35 ετών, που δεν είχε βγει ποτέ του απ’ το σπίτι καθώς η μισότρελη μάνα του τον κρατούσε φυλακισμένο με την πρόφαση μιας φονικής ατμοσφαιρικής μόλυνσης που έχει εξολοθρεύσει τον πλανήτη. Ο Bubby όμως αποδρά, και καθώς ανακαλύπτει πως, τελικά, υπάρχει ζωή εκεί έξω, αρχίζει να τη μαθαίνει από το μηδέν, χαρίζοντας στιγμές παράδοξου, αλλόκοτου χιούμορ, σε μια σκληρή ιστορία ενηλικίωσης. «Η επιβίωση της ευγένειας» που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες, είναι ξεκάθαρα μια ταινία του ίδιου σκηνοθέτη. Οι αφηγηματικές εμμονές του Χιρ παραμένουν λίγο – πολύ σταθερές. Όποια αισιοδοξία όμως διαφαινόταν τότε στο έργο του, σήμερα δείχνει εξαφανισμένη. Κεντρική ηρωίδα εδώ, η Μαύρη Γυναίκα (έτσι αναγράφεται στα credits), που ενσαρκώνει με σχεδόν ενστικτώδη ένταση η Μουαχιεμί Χουσείν, γεννημένη σε έναν τόπο όπου μια φονική ατμοσφαιρική μόλυνση έχει στ’ αλήθεια εξολοθρεύσει τον πλανήτη. Αφήνεται κλειδωμένη σε ένα μικρό κλουβί, στη μέση της ερήμου, παρατημένη από τους σαδιστές λευκούς τυράννους της κατεστραμμένης Γης, που επιβιώνουν κυκλοφορόντας με ασφυξιογόνες μάσκες (παραδόξως, ο αέρας είναι φονικός μονάχα για αυτούς). Η Μαύρη Γυναίκα θα αποδράσει, μόνο που η ζωή εκεί έξω κρύβει λίγες ευχάριστες εκπλήξεις γι’ αυτήν. Με άκρως στυλιζαρισμένη όσο και «ναΐφ» δωρικότητα (που θα έλεγες πως «δανείζεται» κάτι από τη βαρβαρότητα του θέματος της), ο Ρολφ ντε Χιρ ξετυλίγει ένα επιβλητικά κινηματογραφημένο κουβάρι παραβολών για το θλιβερό τέλος ενός αποκτηνωμένου Δυτικού Κόσμου, επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη ευελιξία μέσα στα «στενά» όρια της αλληγορικά (αλλά και μονοσήμαντα) καταγγελτικής θεματικής του. Ομολογουμένως «Η επιβίωση της ευγένειας» δείχνει ανά στιγμές να ξεχειλώνει τα όρια των σημάνσεων της. Ταυτόχρονα όμως διατηρεί στο ακέραιο τη δύναμη της, έτσι όπως παίρνει πραγματικά ρίσκα με το θέμα της, αποφεύγοντας τις εύκολες λύσεις και φτάνοντας το ως τα άκρα – γιατί κάποια πράγματα πρέπει να ακουστούν ως έχουν. Το εκτιμάς αυτό στο σινεμά με τα χρόνια.
«Οι παραβατικοί» είναι παράξενη ιστορία. Η ταινία παρακολουθεί τις ζωές δύο τραπεζικών υπαλλήλων, καθώς αυτές αλλάζουν ριζικά όταν ο ένας, απηυδισμένος από την άχαρη ζωή του, αποφασίζει να κλέψει αρκετά χρήματα για να «βγει στη σύνταξη». Το πλάνο του είναι να συλληφθεί μεν για τη ληστεία, αναλαμβάνοντας όλη την ευθύνη, αλλά να βρει τα κρυμμένα χρήματα μετά την αποφυλάκιση του, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, δε θα πάρει πάνω από τρία χρόνια. Μέχρι που η ληστεία γίνεται – και ακολουθεί το εξίσου άχαρο «μετά», αυτό δηλαδή που σπανίως καταγράφεται στο σινεμά. Ο Ροντρίγκο Μορένο που σκηνοθετεί, ξεκινά από μια ξύπνια ιδέα: Στο μινιμαλισμό των μεγάλων ταινιών του είδους (όπως στο «Ριφιφί» του Ζιλ Ντασέν), ο προσεκτικός θεατής μπορεί να αισθανθεί έναν βαθιά υπαρξιστικό απόηχο, και αυτόν προσπαθεί να αναπτύξει η ταινία, δίνοντας του μάλιστα και χώρο να απλωθεί, στην τρίωρη της διάρκεια. Υπάρχουν πολλά να θαυμάσει κανείς εδώ, όμως η ταινία μοιάζει να ακολουθεί ανάλογη πορεία με αυτή των ηρώων της, έτσι όπως βαθμιαία χάνει και η ίδια τον προσανατολισμό της.
Αν τοποθετήσουμε τον «Καπετάν Μιχάλη» του Κώστα Χαραλάμπους απέναντι στη «Φόνισσα», που βγήκε πριν λίγες εβδομάδες στις αίθουσες, μπορούμε άνετα να δούμε δυο εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις πάνω στο ζήτημα της Ελληνικής κινηματογραφικής μεταφοράς. Ο «Καπετάν Μιχάλης» είναι ξεκάθαρα μια πιο εξωστρεφής, στις προθέσεις της, ταινία, και αυτό φαίνεται από τα δάνεια της, που έρχονται περισσότερο από το Αμερικάνικο, παρά από το πιο «εσωτερικό», Ευρωπαϊκό σινεμά (μέχρι και «δάνειο» από τον «Μονομάχο» θα δείτε). Όμως αυτές οι φιλοδοξίες πρέπει να υποστηρίζονται και από τους ανάλογους προϋπολογισμούς. Κι όταν αυτοί απουσιάζουν, απαιτείται μια μεγάλη κινηματογραφική μαεστρία για να καλυφθεί το κενό (όπως συνέβαινε στις ταινίες που γύρισε ο Όρσον Γουέλς στην Ευρώπη). Δυστυχώς αυτή η τελευταία απουσιάζει, με το σύνολο πνίγεται στην προχειρότητα – τόσο που ο καλός Αιμίλιος Χειλάκης μοιάζει ξένο σώμα μέσα στην ταινία.