Υπάρχει μια σκηνή στο «Maestro» όπου όλες οι αρετές αλλά και τα προβλήματα της ταινίας καθρεπτίζονται: Ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν λαμβάνει το πιο σημαντικό τηλεφώνημα της καριέρας του, στην κρεβατοκάμαρα του. Κινηματογραφημένο σε ασπρόμαυρο, το πλάνο ξεκινά με το γενικό του δωματίου, στημένο και υποφωτισμένο, μέχρι που η κάμερα ακολουθεί τον ήρωα της σε έναν ξέφρενο χορό. Τη στιγμή εκείνη, προφανώς και κάθεσαι αναπαυτικά, περιμένοντας να θαυμάζεις τη μαστοριά του μονοπλάνου, όλοι αυτό κάνουμε. Έλα όμως που ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής Μπράντλεϊ Κούπερ καταφεύγει στην «κλεψιά» του (εξώφθαλμου) cgi και του green screen για να ολοκληρώσει το ζογκλερικό του. Με άλλα λόγια, ναι, είναι αρκετά καλλιτέχνης για να συλλάβει την ιδέα, αλλά σε περίπτωση που αυτό δεν είναι αρκετά εντυπωσιακό, αρπάξτε και ένα πυροτέχνημα στο τέλος. Όχι πως δεν έχει στηθεί με φροντίδα η ταινία: Οι ερμηνείες είναι υποδειγματικές, το soundtrack γεμάτο «ξύπνιες» αναφορές, η δουλειά στην ασπρόμαυρη και την έγχρωμη φωτογραφία βγάζει μάτι, και η αλήθεια είναι πως ο Κούπερ όντως λέει και πέντε ουσιαστικά πράγματα για την αντιθετική ορμή που κρύβεται πίσω από κάθε ιδιοφυΐα, τη διαπραγμάτευση δηλαδή του καλλιτέχνη με την πραγματικότητα. Μόνο που αυτά τα πέντε πράγματα δεν αρκούν για να υποστηρίξουν αυτό τον φρενήρη καταιγισμό σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ ενός φιλμ, που στην τρεχάλα του απάνω, ξεχνά πως, διατρέχοντας τη ζωή του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, όφειλε να καταγράψει και το αποτύπωμα της. Το μόνο αποτύπωμα που καταγράφει το «Maestro», είναι αυτό της προσπάθειας ενός φιλόδοξου πρωταγωνιστή και σκηνοθέτη, που προσπαθεί πάρα μα πάρα πολύ.
Συνεχίζοντας με τις ταινίες της εβδομάδας, αν το Κορεάτικο «Περασμένες ζωές» ήταν μια σπουδή πάνω στον ανεκπλήρωτο έρωτα, το «Αγάπη, ζωή» που διαδραματίζεται στην Ιαπωνία, είναι μια σπουδή πάνω στο πένθος, εξίσου λιτή (αλλά και ελκυστική στο μάτι), και εξίσου αραχνοΰφαντη. Ηρωίδα η Tαέκο, που απολαμβάνει μια ζωή δίπλα στον αγαπημένο της Τζίρο και τον μικρό της γιο, τον κωφό Κέιτα, μέχρι που ένα τραγικό ατύχημα θα φέρει πίσω στη ζωή της τον βιολογικό πατέρα του αγοριού. Κωφός και άστεγος ο ίδιος, με καταγωγή από την Κορέα, τίθεται υπό την εποπτεία της. Όλες οι εκφάνσεις του πένθους μοιάζουν να ξεδιπλώνονται σ’ αυτό το φιλμ, την ίδια ώρα που ο ρυθμός του, ακολουθεί πλήρως τους ρυθμούς των ηρώων του, έτσι όπως αναζητούν λίγες στιγμές αναστοχασμού μέσα στην επιβεβλημένη (ή και κατακτημένη) ρουτίνα τους. Όπως και στις «Περασμένες ζωές», έτσι και εδώ, ο δυτικός θεατής ενδεχομένως να απορροφηθεί από την πραότητα με την οποία οι ήρωες αντιμετωπίζουν το όλο δράμα, και το ερώτημα είναι ποιος εντέλει πέφτει στην παγίδα του φολκλόρ εδώ, ο θεατής ή ο Κότζι Φουκάντα, που σκηνοθετεί αυτή την συμπαραγωγή Ιαπωνίας και Γαλλίας με στιβαρό χέρι μεν, συχνά όμως φλερτάροντας με τα όρια της διδακτικής καλλιέπειας. Θα μου πεις, δακρύζεις με την τελευταία σκηνή; Ε ναι, δακρύζεις. Είναι τόσο προσεκτικά φτιαγμένο όλο, που η χαρμολύπη θα σε βρει.
Βγαίνει και «Ο τελευταίος στρατιώτης» με τον Πιρς Μπρόσναν, που εμπνέεται από την αληθινή ιστορία ενός υπερήλικα βετεράνου του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ο οποίος, κοντά στο τέλος της ζωής του, έκανε ένα περιπετειώδες ταξίδι στη Νορμανδία. Στην ίδια ιστορία μάλιστα βασίζεται και το «The great escaper» με τον Μάικλ Κέιν, που δεν έχουμε δει ακόμα εδώ. Η ταινία, συμβατική, και γεμάτη συναισθηματικά μελο τεχνάσματα – όμως εδώ έχουν ομολογουμένως μια γλύκα, καθώς μοιάζουν να πατούν σε παγιωμένες συνταγές ενός σινεμά βαθιά λαϊκού. Ο δε Μπρόσναν φαίνεται να το απολαμβάνει.