Στο προσωπικό, και στημένο με μεγάλη αγάπη και φροντίδα σύμπαν του Άκι Καουρισμάκι, δεν υπάρχει τίποτα «καινούργιο». Τα κτήρια είναι παλιά, τα ρούχα φθαρμένα, τα smartphones ανύπαρκτα, τα ραδιόφωνα αναλογικά. Από επιλογή του σκηνοθέτη προφανώς, μόνο που ακριβώς την ίδια επιλογή υπερασπίζονται και οι ήρωες του – και μην πάει ο νους σας στο ρομαντικό όσο και αγοραίο vintage που τόσο μοσχοπουλάει σε κάθε του μορφή: Τα πάντα στα «Πεσμένα φύλλα», το τελευταίο του διαμάντι που έρχεται με βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών, μοιάζουν αυθεντικά, όσο αυθεντικό ακριβώς παραμένει και το σινεμά του Φινλανδού που ξεκινά από την ερωτική ιστορία δυο φτωχωδιαβόλων, χωρίς μοίρα στον ήλιο που λένε. Εκείνος εργάζεται σε μια μάντρα με παλιοσίδερα, εκείνη δουλεύει σε ένα σουπερμάρκετ μέχρι που την απολύουν. Δεν είναι πιτσιρικάδες – μοιάζουν να έχουν πατήσει για τα καλά τα 40. Την ίδια στιγμή, είναι πιο ντροπαλοί κι από παιδιά στο πρώτο τους ραντεβού: Εκείνη μόλις που τολμά να τον φιλήσει στο μάγουλο, κι εκείνος την επόμενη μέρα θα πει στον κολλητό του πως «σχεδόν παντρεύτηκαν», εξιστορώντας του τα χθεσινά. Το σύμπαν όλο μοιάζει εξ’ αρχής στημένο εναντίον τους, αλλά η αληθινή αγάπη (δηλαδή η πιο άδολη) θα θριαμβεύσει – και μαζί της, το αληθινό, απέριττο σινεμά, το σινεμά που θα θυμόμαστε για όλη μας τη ζωή.
Τρεις προτάσεις, η μία δίπλα απ’ την άλλη: «Άρχισε πράγματι να ψηλώνει ο νους της. Είχε παραλογίσει επιτέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχε εξαρθεί εις ανώτερα ζητήματα». Τι είναι η Φραγκογιαννού; Ψυχοπαθής ή Άγγελος Εξολοθρευτής; Δύσκολα το προσδιορίζεις, και ο βυζαντινισμός του Παπαδιαμάντη ενισχύει εντέλει την αμφισημία ανατρέποντας το νατουραλισμό του, και ανασυνθέτοντας ένα σύμπαν στα όρια του ακατάληπτου. Ερχόμενη λοιπόν αντιμέτωπη με τη «Φόνισσα», η Εύα Νάθενα, υπογράφοντας ένα από τα πιο δυνατά πρόσφατα ντεμπούτα του κινηματογράφου μας, οφείλει να μετατρέψει τις αδιόρατες εικόνες του λογοτεχνικού κειμένου σε ένα, καθ’ όλα ορατό κινηματογραφικό θέαμα. Και πετυχαίνει, επενδύοντας σε έναν μυστικισμό που, όσο κι αν παραπέμπει στον Κουροσάβα (ιδίως του «Θρόνου του αίματος») ή στον Μπέλα Ταρ, είναι βαθιά Βυζαντινός στην αυστηρότητα και, ακολούθως, στον πεσιμισμό του. Μια παράκαμψη: Η Χαδούλα εδώ δεν βρίσκει τον θάνατο «μεταξύ θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης», δηλαδή μεταξύ της Συγχώρεσης και της Τιμωρίας, καθώς η ίδια η ταινία επιλέγει αρκετά νωρίς να μην σταθεί «εις το ήμισυ του δρόμου», επικυρώνοντας όμως ταυτόχρονα και τον μανιχαϊσμό του πρωτότυπου. Τον τελευταίο παρέκαμψε η μεταφορά του Φέρρη το 1974, αναζητώντας, ως γνήσιο παιδί της εποχής της, έναν «τρίτο δρόμο». Γνήσιο παιδί της εποχής του όμως είναι και το φιλμ της Ναθένα – και κάθε εποχή έχει και τη Φόνισσα που μας αξίζει.
Και από τα παλιά έρχεται ο Τζον Γου που, άγνωστο πως, βρέθηκε ξανά στο Χόλιγουντ, όχι όμως αυτό των μεγάλων παραγωγών: Το «Σιωπηλή οργή» είναι ένα b-movie εκδίκησης: Ένας πατέρας που βλέπει το παιδί του να πεθαίνει μετά από μια τυχαία ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ συμμοριών, χάνει τη φωνή του όταν μια σφαίρα τον βρίσκει στο λαιμό. Το τι συμβαίνει το περιμένετε, αλλά υπάρχει μια έκπληξη: Δεν ακούγεται ούτε ένας διάλογος σε ολόκληρο το φιλμ! Άσκηση ύφους δηλαδή, και αν σας ψήνουν αυτά, ενδεχομένως και να καλοπεράσετε (όπως εγώ).