Ο ντόρος στα social media τη μέρα που μάθαμε πως η Μπελούτσι θα επισκεπτόταν το Φεστιβάλ ήταν αρκετός για να «πιάσει» κανείς τι χαμός θα γινόταν όταν η Ιταλίδα ηθοποιός θα έφτανε στη Θεσσαλονίκη – και οι προσδοκίες μας επιβεβαιώθηκαν καθώς τα πλήθη χάλασαν κόσμο, που λένε. Χθες, στην κατάμεστη αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης», λίγες ώρες πριν την ειδική προβολή της ταινίας «Μαλένα» στο Ολύμπιον, όπου της απονεμηθεί τιμητικός Χρυσός Αλέξανδρος για την προσφορά της στο σινεμά, η Μπελούτσι είχε πολλά να πει, ενίοτε και κόντρα στην εικόνα της: «Όσο μεγαλώνεις, παίρνεις απόσταση από κάθε τεχνητή εικόνα του εαυτού σου, μαθαίνεις να διαχωρίζεις την πραγματικότητα από τη φαντασία. Το πρωί που ξυπνάω, δεν φοράω τακούνια, ούτε make-up. Είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που εργάζεται στη βιομηχανία του σινεμά».
Μιλώντας για το σινεμά, η Μόνικα Μπελούτσι είχε πολλά να πει για το παρόν και το μέλλον του, αναφέροντας μάλιστα και τον Γκοντάρ: «Τα πάντα αλλάζουν γύρω μας, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, παράγουμε και καταναλώνουμε εικόνες. Σε κάποιες στιγμές θα πρέπει να αποδεχτούμε πως ο κόσμος μεταβάλλεται και πιθανώς να μην είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τις αλλαγές που μεσολαβούν. Παρόλα αυτά, το δικό μου πάθος για το σινεμά δεν έχει αλλάξει. Με τα χρόνια απέκτησα φυσικά περισσότερη εμπειρία, διαμόρφωσα τη δική μου προσέγγιση και μέθοδο, αλλά κατά βάθος νιώθω πως δεν έχω αλλάξει καθόλου από την εποχή που έβλεπα τρεις ταινίες τη μέρα και ξεφύλλιζα με πάθος τα βιβλία με τις φωτογραφίες του Χέλμουτ Νιούτον. Η κινητήρια δύναμη μέσα μου εξακολουθεί να είναι η ίδια. Όσο για τη σκοτεινή αίθουσα, δεν θα πάψει ποτέ να διαθέτει μια δύναμη μυσταγωγική. Είναι όπως το είχε πει και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Όταν βρισκόμαστε στην αίθουσα, παρακολουθούμε την ταινία με το κεφάλι και το βλέμμα στραμμένο προς τα πάνω. Σαν να αντικρίζουμε κάτι υψηλότερο και ονειρώδες, κάτι που μας υπερβαίνει».
Πέραν τούτου, το ελληνικό σινεμά δείχνει φέτος, κατά τη γνώμη μου περισσότερο από ποτέ, να αναζητά μια ταυτότητα – ελάχιστα κοινά μοιράζονται οι ταινίες του φετινού προγράμματος, αλλά οι εκπλήξεις δεν απουσιάζουν. Με το «Πολύδροσο» για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης σμίγει την Σοφία Κόκκαλη με τη Βίκυ Καγιά ως κόρη και μάνα – η τελευταία ζει στο πατρικό της οικογένειας, στο Πολύδροσο, και δεν είναι καλά. Με την ένωση τους ξεκινά και το αφήγημα της σχέσης τους, από τα τέσσερα κορίτσια της «Winona» στα δυο, ιχνηλατώντας μεν έναν άλλου τύπου δεσμό, αλλά μένοντας σταθερά στις θεματικές που τον απασχολούν δίχως φυσικά να του λείπουν οι ιδέες (το animation ιντερλούδιο).
Την ίδια στιγμή, στο «Tranzit» του Κάρλου Ζωναρά, ο δημιουργός του «Μπιγκ Χιτ» ξαναδιαβάζει την Αρχαία Τραγωδία σε μελλοντολογικά άνυδρο ασπρόμαυρο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο αταξινόμητο, «δύσκολο» ελληνικό σινεμά της δεκαετίας του ’80, και δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία στον Δημήτρη Πουλικάκο να προσθέσει μια ακόμα σπουδαία εμφάνιση στη φιλμογραφία του. Θα ζορίσει κόσμο, αλλά και λόγο ύπαρξης έχει, και αποτύπωμα αφήνει.