Έντεκα οι ταινίες που διανέμονται στις αίθουσες, νούμερο παρανοϊκό αν σκεφτεί κανείς το χάρτη της κινηματογραφικής αγοράς σήμερα. Ανάμεσα τους το «Ευχούληδες 3», αλλά και η ταινία τρόμου της χρονιάς.
Τελευταία γίνεται πολύ συχνά κουβέντα περί «Elevated horror» και ακόμα προσπαθώ να επεξεργαστώ τον όρο, κι ας είμαι μεγάλος οπαδός του Φανταστικού ο ίδιος. Δηλαδή τι δεν ήταν «elevated» στο «Περπάτησα μ’ ένα ζόμπι» του Ζακ Τουρνέρ, στο «Μωρό της Ρόζμαρι» του Πολάνσκι, στον «Εξορκιστή» του Φρίτκιν; Εκτός κι αν η επιστροφή στη slasher – mania των 80s, έτσι όπως μας προέκυψε με το αυτοσαρκαστικό «Scream» του Γουές Κρέιβεν το 1996 (για να πάρουν σειρά άπειροι άλλοι), οδήγησε τελικά σε ένα ρεύμα τρόμου τόσο κυνικό όπου οτιδήποτε ξεφεύγει από το σφαγείο αποκτά κύρος. Και μη συγκρίνετε τα τωρινά σφαγεία με αυτά των 80s: Τα λεφτά τώρα δεν τα βάζει κάποιος ανεξάρτητος παραγωγός (που μπορεί να έκανε όποια τρέλα του κατέβαινε – και αυτή ήταν όλη η μαγεία του exploitation), αλλά μια επιτροπή καλοπληρωμένων στελεχών που επενδύει σταθερά σε σφαγεία πιο ακριβά, πιο θεαματικά, πιο «ψυχαγωγικά».
Αν λοιπόν το «Μίλα μου» είχε παραχθεί από ένα μεγάλο στούντιο, το αποτέλεσμα θα ήταν το γνωστό. Αυτό όμως που εντέλει προκύπτει σε αυτή την Αυστραλέζικη παραγωγή είναι μια συγκλονιστική ιστορία δαιμονισμού και μετατραυματικού σοκ. Η ηρωίδα, πενθούσα κόρη που αφήνει ανοιχτή μια πόρτα στον κόσμο των πνευμάτων (με διάφορες κακόβουλες οντότητες να φέρουν τον όλεθρο στους ζωντανούς), άγεται και φέρεται από ένα τραύμα το οποίο μπορούμε να συναισθανθούμε, μια ουσιαστική αφετηρία για μια ιστορία τρομακτική και καλοδουλεμένη, κι ας είναι γνωστά τα υλικά: Οι περισσότερες από τις μακάβριες οντότητες μοιάζουν σαν να βγήκαν από το «Evil Dead», μέχρι που παίρνουν το «ελεύθερο» να καταλάβουν τα σώματα των «τολμηρών» πιτσιρικάδων. Οι μύες σφίγγονται, το κεφάλι τους γυρίζει προς τα πίσω και τα μάτια τους μαυρίζουν. Ο ρεαλισμός της εικόνας σε ανατριχιάζει.
Έχουμε ξαναδεί επίσης έφηβους να πειραματίζονται με ναρκωτικά σε κάποιο σχολικό γλέντι, εδώ όμως οι αδελφοί Φιλίππου τοποθετούν στη θέση του αλκοόλ ή της ντρόγκας, το βαλσαμωμένο πορσελάνινο χέρι ενός μέντιουμ – το «διαβατήριο» τους δηλαδή για τη δαιμονική κατοχή, ενώ οι συνεδρίες τους ανεβαίνουν live στο Instagram. Το επιμύθιο ακούγεται καθαρά: Στην εποχή της σκηνοθεσίας του εαυτού (αυτή του διαδικτύου), το μόνο «φτιάξιμο» που πραγματικά μετράει είναι αυτό που σε μεταμορφώνει στ’ αλήθεια σε κάποιον άλλο – το απόλυτο mise-en-scène. Και το «Μίλα μου» είναι μια ταινία που έχει την ευελιξία να συνομιλεί με το κοινό της σε πολλαπλά επίπεδα έτσι όπως απευθύνεται στους εφήβους, υπογραμμίζοντας τη μοναξιά τους σε έναν ψηφιακό, εχθρικό κόσμο, ενώ ταυτόχρονα συνομιλεί και με τους ανήμπορους να συνδεθούν γονείς. Αγγίζει δηλαδή όλες τις ανησυχίες της τρέχουσας εποχής, αλλά και τις παλιές, τις γνώριμες. Και διαθέτει δυο σεκάνς γνήσιου σασπένς που θα σας μείνουν αξέχαστες.
Με το αγγλόφωνο «Fingernails» του Χρήστου Νίκου (άγνωστο γιατί ο τίτλος δεν μεταφράστηκε στα ελληνικά), μεταφερόμαστε σε ένα ξεθωριασμένο, μάλλον δυστοπικό μέλλον, οι άνθρωποι μοιάζουν να έχουν χάσει πια την ικανότητα να αγαπούν – ή μάλλον καλύτερα, να αναγνωρίζουν την αληθινή αγάπη. Αλλά γι’ αυτό έχει φροντίσει η τεχνολογία: Στα ειδικά Ινστιτούτα Αγάπης, ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής (που μοιάζει να προέρχεται από εποχή περασμένη – όπως οι ηλεκτρικές συσκευές στον «Κυνόδοντα») «μετρά» την αλήθεια της αγάπης τους μέσα από τα ξεριζωμένα τους νύχια. Στο μεταξύ, Οι Τζέσι Μπάκλεϊ και Ριζ Άχμεντ, που εργάζονται εκεί, μοιάζουν να αγαπιούνται. Τι θα δείξει το τεστ;
«Πονάει» το εύρημα των νυχιών, αλλά ο θεατής ξεπερνά γρήγορα αυτό το σοκ καθώς ο Νίκου ενδιαφέρεται περισσότερο για την αμφισημία των συναισθημάτων, αλλά και για το αποτύπωμα του έρωτα στην pop κουλτούρα – μια επιλογή που λειτουργεί υπέρ μιας ταινίας που αναρωτιέται: Γιατί γράφονται ερωτικά τραγούδια; Γιατί γυρίζονται ρομαντικές κομεντί; Πόσο αυτό που αναζητάμε, εντέλει, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα μας – αλλά και στις βαθιές ανάγκες που αγνοούμε; Και πόσο βαθιά είμαστε διατεθειμένοι να σκάψουμε για να τις αναγνωρίσουμε;
Ο Νίκου, μετά τα «Μήλα» του, δείχνει να αναζητά τα χνάρια της μυθολογίας γύρω από τον έρωτα, αντιπαραβάλλοντας τα με τις όποιες υποψίες έχει κανείς για την πραγματική του φύση. Όλα αυτά σε μια κοινωνία όπου η απόλυτη ένδειξη εμπιστοσύνης στον άλλο, είναι ο οικειοθελής ακρωτηριασμός, μια ακραία εκδοχή της αγάπης μέσα από την εγκατάλειψη του εαυτού. Άλλους τους διαλύει, άλλους τους ενώνει – κι άλλοι, κρύβονται για να τους προσπεράσει. Το πρόβλημα εδώ όμως δεν είναι σημειολογικό, αλλά κινηματογραφικό: Ναι μεν θαυμάζεις την αισθητική συνέπεια αυτού του σύμπαντος, αλλά η ταινία μοιάζει λειψή σεναριακά, έτσι όπως η πλοκή αναλώνεται σε ένα επαναλαμβανόμενο ζιγκ-ζαγκ.
Στο επικό δράμα εποχής του Νικολάι Αρσέλ «Η Γη της επαγγελίας», ο Μαντς Μίκελσεν είναι ο λοχαγός Λούντβιχ Κάλεν, ένας «μπάσταρδος» καρπός της παράνομης σχέσης μιας υπηρέτριας και ενός ευγενή, που ζητά, το 1755, την άδεια του Βασιλιά για να καλλιεργήσει τον αφιλόξενο χερσότοπο της Γιουτλάνδης. Στόχος του, να στήσει μια βασιλική αποικία, με αντάλλαγμα έναν τίτλο ευγενείας (η Δανία έβαλε μπροστά τον αποικισμό της Γροιλανδίας τον 18ο αιώνα, κι ας την είχε ήδη κατακτήσει από το 1380).
Φιγούρα ασκητική, σιωπηλή, αποφασισμένη, ο Κάλεν δε δείχνει να έχει καμιά άλλη φιλοδοξία στη ζωή του πέραν της απαλλαγής από το κοινωνικό του στίγμα. Διαθέτει όμως έναν πανίσχυρο αντίπαλο, τον σαδιστή γαιοκτήμονα Φρέντερικ ντε Σίνκελ. Αυτός είναι που κάνει κουμάντο στην περιοχή, έτοιμος να παίξει βρώμικα. Σε μια χαρακτηριστική σεκάνς τον βλέπουμε να σκοτώνει για πλάκα. Εντυπωσιακά φωτογραφημένη σε σινεμασκόπ, η ταινία διαθέτει όλα τα γνωρίσματα μιας μεγάλης Ευρωπαϊκής Ιστορικής παραγωγής, επιχειρώντας μια επεισοδιακού τύπου αναδρομή που θυμίζει αρκετά το Γαλλικό αντίστοιχο σινεμά που γνωρίσαμε στα τέλη του 20ου αιώνα (στην αφαίρεση του σκέφτεσαι το «Όλα τα πρωινά του κόσμου», στις εξάρσεις του τη «Μανόν των πηγών»).
Η δε νέμεσή του Κάλεν, επί της ουσίας, δεν είναι ο παράφρων και μάλλον «γραφικά» κακός Σίνκελ (που θα ταίριαζε πολύ σαν φιγούρα στους «Πειρατές» του Πολάνσκι) αλλά η ίδια η ζωή, που εντέλει δεν καταστρέφει, αλλά «προσπερνά» τους στόχους του με έναν τρόπο που δε θα μπορούσε να είχε φανταστεί. Αυτή η ρήξη βρίσκεται στον δραματουργικό πυρήνα του φιλμ, που ενίοτε δίνει λαβές σε ένα γλυκόπικρο χιούμορ: Οι σκηνές με το Βασιλιά αποκαλύπτουν τη γελοία διάσταση της Εξουσίας, και χρωματίζουν εντονότερα την πλάνη του κεντρικού μας ήρωα – είναι σα να τον σαρκάζει η ίδια η ταινία. Ο Αρσέλ όμως χρησιμοποιεί ανοικοδόμητα το πλούσιο υλικό του, και αφήνει τις σημάνσεις του να ξεφουσκώσουν αναζητώντας φινάλε: Η ταινία του έχει τουλάχιστον τρία. Γιατί;
Μια παράξενη, αλλά «προωθημένη» περίπτωση αυτή του Πέδρο Αλμοδόβαρ που έρχεται με μια ταινία μικρού μήκους με τον τίτλο «Οι παράξενοι δρόμοι της ζωής». Είναι επίσης γουέστερν (!) και η πρώτη αγγλόφωνη του – πρωταγωνιστές οι Ίθαν Χοκ και Πέντρο Πασκάλ: Ο πρώτος είναι ο σερίφης Τζέικ, ο δεύτερος είναι ο Σίλβα που, 25 χρόνια μετά το σύντομο ειδύλλιο τους έχει επιστρέψει στην πόλη για να τον συναντήσει. Οι λόγοι θα αποκαλυφθούν σύντομα, άλλωστε η προσχηματική πλοκή ελάχιστα ενδιαφέρει τον Αλμοδόβαρ – μόνο που δεν το λέω για κακό. Βλέπετε, από το πρώτο καρέ άλλωστε καταλαβαίνεις ποιος έχει σκηνοθετήσει αυτή την ταινία: Δείτε πως χειρίζεται το σινεμασκόπ κάδρο και σκεφτείτε πόσο διαφορετικές μοιάζουν οι συνθέσεις του με αυτές που συναντάς στα κλασσικά γουέστερν του Τζον Φορντ.
Εδώ σμίγει ο Ζαν Ζενέ με το Φαρ Ουέστ, εδώ συναντάς όλα τα στοιχεία εκείνα που, με τα χρόνια, άφησαν το αποτύπωμα τους στο έργο του σημαντικότερου εν ζωή Ισπανού σκηνοθέτη. Επίσης, δείχνει πολύ ευτυχής με τα νέα του εργαλεία (και τον απασχολεί πολύ η αναδρομή στα γουέστερν μέσα από ένα νοσταλγικό, ξεκάθαρα Λατινοαμερικάνικο φίλτρο) ενώ συνάμα ολοκληρώνει μια τρυφερή ιστορία αγάπης. Αρκεί τώρα η μισή ώρα για να δικαιολογήσει την τιμή του εισιτηρίου; Ναι, συμπεριλαμβάνεται και μια συνέντευξη του Αλμοδόβαρ, ημίωρη κι αυτή, αλλά και πάλι το πακέτο μοιάζει κάπως λειψό. Από την άλλη, το βλέπω και μουσικά: Θα πλήρωνα ένα κανονικό εισιτήριο για μια έκτακτη, μικρής διάρκειας εμφάνιση ενός καλλιτέχνη που θαυμάζω; Ε, μάλλον θα το έκανα. Οι Αλμοδοβαρικοί που θα προτιμήσουν αυτό το μεζεδάκι λοιπόν, θαρρώ πως δεν θα απογοητευθούν.
Το τέλος της αθωότητας καταγράφει η βραβευμένη στις Νύχτες Πρεμιέρας ταινία «How to have sex», της Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ. Είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, έχει όμως διαγράψει μια μεγάλη πορεία ως διευθύντρια φωτογραφίας, και εδώ παρακολουθεί τρεις νεαρές γυναίκες στις καλοκαιρινές διακοπές τους στην Κρήτη, και στα ξεφαντώματα τους εκεί – μέχρι που ο τόνος αλλάζει, εκεί δηλαδή που η Γουόκερ μας πηγαίνει από τη νεανική ευφορία στο αγωνιώδες σασπένς. Ναι, κάτι θα συμβεί σ’ αυτές τις διακοπές που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή της Τάρα, της συνεσταλμένης της παρέας, που μοιάζει σχεδόν να εξωθεί τον εαυτό της στη «διασκέδαση», σαν ψάρι έξω απ’ το νερό (ένα στοιχείο που μας παραπέμπει και στο «Aftersun» της Σαρλότ Γουέλς).
Μέχρι να φτάσουμε όμως στην κατάληξη του γλυκόπικρου φιλμ, η ικανή δημιουργός φροντίζει να κρατά τις ισορροπίες ανάμεσα στις σημάνσεις της: Τίποτα δεν υπερτονίζεται στα όρια της ρητορείας, τίποτα δεν αγγίζει τον διδακτισμό ενώ ταυτόχρονα, η κάμερα μοιάζει να κρατά μια μικρή απόσταση από το δράμα, τόσο όσο χρειάζεται δηλαδή για να το κάνουμε και δικό μας. Αισθητικά έχει επίσης ενδιαφέρον, έτσι όπως η ψηφιακή «γυαλάδα» σμίγει με το ντοκιμαντερίστικο σκηνοθετικό ύφος. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν τραβηγμένο να ισχυριστούμε πως προσθέτει κάτι σε αυτό το σινεμά (σε αντίθεση και με το φιλμ της Σαρλότ Γουέλς). Η Χρυσή Αθηνά που κέρδισε στις Νύχτες θαρρώ πως αντανακλά περισσότερο το κοινωνικό αίτημα για μια τέτοια ταινία και λιγότερο την επιθυμία για μια νέα πρόταση πάνω στη κινηματογραφική γλώσσα.
Στο Ουγγρικό «Προετοιμασίες να είμαστε μαζί άγνωστο για πόσο», μια σαραντάχρονη νευροχειρουργός, που έχει αφήσει μια υποσχόμενη καριέρα στις ΗΠΑ για να σμίξει με τον έρωτα της ζωής της, στη Βουδαπέστη, βλέπει τον άνθρωπο της να συμπεριφέρεται σαν να μην έχουν γνωριστεί ποτέ. Στην αρχή, είμαστε βέβαιοι πως αυτός κρύβει ένα μυστικό. Σιγά – σιγά όμως, αρχίζουμε να εμπιστευόμαστε ολοένα και λιγότερο την πραγματικότητα, όπως δηλαδή αυτή εκφράζεται μέσα από τα μάτια της ηρωίδας μας. Ερωτήματα και εδώ: Τι ορίζει το πραγματικό και τι το φαντασιακό, όταν η επιθυμία σου σε κατατρώει;
Σε αντίθεση όμως με το «Fingernails» που μοιάζει να επαναλαμβάνει μονότονα το ίδιο ερώτημα, η σκηνοθέτιδα Λίλι Χόρβατ αναπτύσσει διαρκώς το θέμα της, μέσα από εξαιρετικά καλογραμμένους διαλόγους αλλά και μια παιγνιώδη σκηνοθετική διεύθυνση που ενίοτε παραπέμπει και στο «Πέρσι στο Μάριενμπαντ» του Αλέν Ρενέ. Εδώ, το αστικό περιβάλλον μεταμορφώνεται, αποκτά θέση ουσιαστική που ξεπερνά τη χρήση του φωτογενούς ντεκόρ, έτσι όπως «φυλακίζει» αλλά και «απογειώνει» την πρωταγωνίστρια του. Την ίδια στιγμή, οι περιοδικές επαναλήψεις της πλοκής έρχονται για να συμπληρώσουν ένα παζλ πάνω στη φύση της επιθυμίας – εδώ όμως έχει ενδιαφέρον να τεθεί και ένα άλλο ζήτημα: Η ταινία, γυρισμένη το 2020, μόλις τρία χρόνια πίσω, μοιάζει να έρχεται από ένα εντελώς διαφορετικό σύμπαν σε σχέση με αυτό που κυριαρχεί σήμερα στο παγκόσμιο σινεμά – ακόμα και στο τερέν της «εναλλακτικής» πρότασης. Αυτό μάλλον καθιστά το φιλμ της Χορβάτ την πιο σινεφιλική πρόταση της εβδομάδας- και με διαφορά κιόλας.
Παιδιά περνούν μπροστά από το φακό του Φίλιππου Κουτσαφτή, εκεί στη Ζάκρο, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Θα τα ξαναδούμε λίγο αργότερα, στο σήμερα, μεγαλωμένα και φθαρτά απέναντι στον αιώνιο – άρα και αγέραστο – αρχαιολογικό πλούτο των ανασκαφών της. Εργο ζωής για τον Φίλιππο Κουτσαφτή το νέο ντοκιμαντέρ του με τίτλο «Ζάκρος» περιλαμβάνει γυρίσματα τουλάχιστον τριών δεκαετιών στην αρχαιολογική ανασκαφή και στον ορμίσκο της ανατολικής Κρήτης. Η συνειρμική του γραφή μπορεί να σε πάει από την απόπειρα κίνησης ενός Κούρου (καθώς το αριστερό τους πόδι φέρεται πάντα ελαφρά προς τα εμπρός), στο πρώτο βήμα του Άρμστρονγκ στο φεγγάρι, λες και η πρώτη κίνηση είναι αυτή που οδήγησε εκεί.
Η σκέψη αυτή όμως, ριζώνει και στον κινηματογράφο που κάνει ο Κουτσαφτής – και νομίζω πως είναι μια σκέψη που ενδεχομένως θα ενέκρινε και ο Τέρενς Μάλικ. Γιατί υπάρχει κάτι συγγενικό ανάμεσα στους δυο δημιουργούς, η ρίζα της κοσμογονικής τους φιλοσοφίας είναι κοινή: «Ο άνθρωπος που πάτησε στο φεγγάρι, η απόληξη του πολιτισμού που ξεκίνησε από τη Ζάκρο, εκεί όπου αισθάνεσαι ότι είσαι στη στέγη του κόσμου» ακούμε τον Κουτσαφτή να λέει, προκαλώντας μας ένα «ρίγος παραπέρα» που έλεγε κάποτε ο Σαββόπουλος, καθώς ιχνηλατεί ολόκληρο τον Μινωικό Πολιτισμό. Μόνο τρεις προβολές έχουν προγραμματιστεί, και πραγματικά αξίζει τον κόπο. Η προβολή της ταινίας στο «Δαναό» είναι ένα σημαντικό γεγονός.