Όπως ακριβώς παρακολουθούμε τον Μάικλ Φασμπέντερ εν ώρα εργασίας, καθώς ξεπαστρεύει τα θύματα του μεθοδικά και σχεδόν κυνικά (όπως ακριβώς «σχεδόν κυνικοί» είναι και οι στίχοι του Morrissey – δεν είναι τυχαίο που ο ήρωας ακούει συνέχεια Smiths), έτσι ακριβώς παρακολουθούμε στο «The Killer» και τον Ντέιβιντ Φίντσερ να κατασκευάζει ένα φιλμ γεμάτο κινηματογραφική σπιρτάδα, βασισμένος σε ένα σενάριο που, μεταξύ μας, δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, κι ας το υπογράφει ο Άντριου Κέβιν Γουόκερ του «Seven» (βασισμένος στο ομώνυμο Γαλλικό κόμικ): Ο επαγγελματίας δολοφόνος σκοτώνει λάθος άνθρωπο, οι «συνάδελφοι» που αναλαμβάνουν να τον εξαφανίσουν, κακοποιούν την αγαπημένη του, και ο επαγγελματίας δολοφόνος εκδικείται. Γενικώς πολύ λίγα είναι αυτά που θα σας εκπλήξουν εδώ. Όμως το απολαμβάνεις. Και γιατί, προφανώς, ο Φίντσερ είναι ένας αδιανόητα χαρισματικός μάστορας, προσδίδοντας μια αίσθηση ρεαλισμού σε ένα στόρι εντελώς παράλογο (δανειζόμενος πότε κάτι από τον Μελβίλ και πότε κάτι από τον Τζον Γου), αλλά και επειδή φροντίζει να υπερτονίσει τα στοιχεία εκείνα που μας υπενθυμίζουν, περισσότερο από την αισθητική συνέπεια και το χειρουργικά ακριβές timing, πως παρακολουθούμε μια ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ: Όπως και οι προηγούμενες, έτσι κι αυτή διαδραματίζεται σε μια κοινωνία αποστεγνωμένη από κάθε ηθικό ιδεώδες, με πολίτες – έρμαια των παθών και των εξουσιαστών τους, και τον Θεό ολοκληρωτικά απών. Ο σαρκαστικός τόνος των μονολόγων του Φασμπέντερ, που μας συντροφεύουν συχνά στις σιωπηλές στιγμές του φιλμ, αντικατοπτρίζει αυτήν ακριβώς την προβληματική – ομολογουμένως στην πιο ανώδυνη, και μάλλον αισιόδοξη εκδοχή της.
Η δε νέα ταινία του Μορέτι, με τίτλο «Ένα καινούργιο αύριο», μοιάζει με μια συλλογή από όλες τις (καλές) προηγούμενες στιγμές του, και ο ίδιος μάλλον περνά πολύ καλά παίζοντας μια κωμική εκδοχή του εαυτού του. Εδώ υποδύεται έναν σκηνοθέτη που ετοιμάζει τη νέα του ταινία (ένα ιστορικό δράμα για τη στάση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στην επέλαση του Στάλιν στην Ουγγαρία), μόνο που… χρειάζεται κι άλλα λεφτά. Πάει στο Netflix όπου τον ενημερώνουν πως επειδή οι ταινίες τους προβάλλονται σε 190 χώρες (το επαναλαμβάνουν συνέχεια – σαν μάντρα), οφείλει να συμμορφωθεί σε κάποιους κανόνες. «Πότε έρχεται η στιγμή που ο ήρωας μας αλλάζει στάση ζωής;» τον ρωτούν. «Ποτέ! Μόνο στις ταινίες αλλάζουν οι άνθρωποι!» απαντά απεγνωσμένος και φεύγει. Την ίδια στιγμή, η σύζυγος και παραγωγός του ετοιμάζεται να τον χωρίσει, και το φιλμ αλλάζει διαρκώς ύφος και στιλ. Δεν πρόκειται περί αριστουργήματος, αλλά τα αστεία δεν λείπουν, οι τρυφερές στιγμές εκπέμπουν μια βαθιά ειλικρίνεια, και οι φίλοι του σκηνοθέτη θα ανακαλύψουν πολλές αναφορές στο έργο του που, για άλλη μια φορά, στέκεται με μια αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια, πίσω και μπροστά από την κάμερα.
Στον «Αντίπαλο», ο Ιρανός Μιλάν Αλαμί αφηγείται την ιστορία του Ιμάν, ενός παλαιστή που μεταναστεύει μαζί με την οικογένεια του στη Σουηδία. Σύντομα θα μάθουμε τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση (αν μαντέψατε πως αφορούν τη σεξουαλικότητα του, δεν πέσατε και πολύ έξω), και ο σταθερά εξαιρετικός Παϊμάν Μααντί (ο πρωταγωνιστής του «Ένας χωρισμός») σηκώνει την ταινία στις πλάτες του όντας στο επίκεντρο μιας καλογυρισμένης ιστορίας που όμως έχουμε ξαναδεί καλύτερα στο παρελθόν. Σίγουρα όμως λειτουργεί – σε αντίθεση με το ελληνικό «Άκου ποιος μιλάει», με τον Ηλία Μελέτη σε ρόλο life coach που έρχεται αντιμέτωπος με την… εσωτερική του φωνή, με το χιούμορ να αγνοείται. «Αυτές οι ταινίες γεμίζουν τα ταμεία» θα μου πείτε, έχω όμως την αίσθηση η συγκεκριμένη συνταγή έχει πια ξεπεραστεί. Θα ξέρουμε την επόμενη εβδομάδα.