Στον εκπληκτικό «Νόμο της αγοράς», το 2015, ο σκηνοθέτης Στεφάν Μπριζέ σκηνοθετούσε τον Βενσάν Λιντόν σε ένα ρόλο που του έδωσε το βραβείο ερμηνείας στο τότε Φεστιβάλ Καννών, ενσαρκώνοντας έναν απολυμένο πενηντάρη που, αναζητώντας εργασία στη σύγχρονη Γαλλία, αποφασίζει να παρακολουθήσει μια σειρά επιμορφωτικών σεμιναρίων ανταγωνιστικότητας, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μεσηλίκων που αγνοούν τον όρο «ελεύθερη αγορά». Στην τελευταία συνεργασία τους, το «Ένας άλλος κόσμος» που βγαίνει σήμερα στις αίθουσες, οι Μπριζέ & Λιντόν καταπιάνονται με μια ιστορία που διαδραματίζεται στην άλλη μεριά του φράκτη: Ο Λιντόν εδώ ενσαρκώνει τον Φιλίπ, διευθυντή ενός εκ των Ευρωπαϊκών εργαστηρίων κάποιου Αμερικάνικου κολοσσού. Η Αμερική ζητά εμφατικά περικοπές. Στο μεταξύ, η επιχείρηση είναι ήδη αρκετά κερδοφόρα, αλλά η πίεση είναι ισχυρή. Όμως ο οικονομικός σύμβουλος του εργοστασίου προειδοποιεί: Οι περικοπές θα οδηγήσουν σε χαλάρωση των μέτρων ασφαλείας. Μπορεί να χυθεί αίμα. Την ίδια στιγμή, οι ασταμάτητες όσο και αδιέξοδες διαπραγματεύσεις, οδηγούν τον Φιλίπ ολοένα και πιο μακριά από το σπίτι του: Ο γάμος του με την Αν (την ενσαρκώνει η Σαντρίν Κιμπερλέν, δε θυμάμαι να την έχω δει καλύτερη) περνά μια σοβαρότατη κρίση, και το βλέπουμε από το πρώτο λεπτό: Η ταινία ξεκινά με το ζευγάρι να διαπραγματεύεται το διαζύγιο της μέσω δυο παγερών δικηγόρων. Δυσκολεύονται, γιατί αγαπιούνται ακόμα. Τα προβλήματα δε σταματούν εδώ: Ο μικρός αυτιστικός τους γιος αδυνατεί να διαχειριστεί την έκρυθμη κατάσταση, και ξεσπά. Όλα αυτά κινηματογραφούνται από τον Μπριζέ με ρυθμούς ασφυκτικούς, καθώς τα αλλεπάλληλα αδιέξοδα ρημάζουν τη ζωή του Φιλίπ, το βλέμμα του οποίου δε σταματά ποτέ να είναι αγχωμένο, ακόμη κι όταν περνά ώρες στο διάδρομο ενός γυμναστηρίου, τρέχοντας διαρκώς πίσω από μια λύση που δεν υπάρχει. Χωρίς να συγκρίνεται με το «Νόμο της αγοράς» (που σεναριακά ήταν ένα πραγματικό κομψοτέχνημα), η νέα, συναρπαστική ταινία ενός εκ των σημαντικότερων δημιουργών της εποχής μας, δεν μπορεί παρά να αποτελεί κινηματογραφικό γεγονός – κι ας βγαίνει με λίγη καθυστέρηση στις αίθουσες. Όχι (μόνο) γι’ αυτά που αρθρώνονται, αλλά και για να μας υπενθυμίσει πως πέρα από τον Κεν Λόουτς, υπάρχει ένα ισχυρό φιλμικό ρεύμα που δεν έρχεται απλά για να «αφυπνίσει» συνειδήσεις, ούτε για να δώσει απαντήσεις (όταν ο Φιλίπ παραδίδει στον Αμερικανό πρόεδρο της εταιρίας ένα εναλλακτικό, εξίσου αποδοτικό πλάνο, εκείνος του απαντά πως το μόνο που έχει σημασία είναι τι ζητάει η Wall Street!), αλλά για να θέσει ερωτήματα. Και το προκύπτον ερώτημα είναι ένα: Ποιες είναι πραγματικά οι αντοχές αυτού του συστήματος;
Η Γαλλία επιμένει στο κοινωνικό σινεμά με το «Ο μικρός αδερφός» της Λεονόρ Σαράιγ. Εδώ η σκηνοθέτιδα του «Μια νέα γυναίκα», που είχε φύγει από τις Κάννες με Χρυσή Κάμερα το 2017, παρακολουθεί τη Ροζ, μια χωρισμένη μητέρα που φτάνει, από την Αφρική στη Γαλλία, στα τέλη της δεκαετίας των 80s. Ένα φιλικό ζευγάρι στα προάστια του Παρισιού θα φιλοξενήσει αυτή, και τους δυο της γιους, τον Ζαν και τον Ερνέστ. Αμέτρητες οι προκλήσεις της νέας της ζωής, αλλά είναι μια ζωή σε ένα ολότελα διαφορετικό πλαίσιο, και η Ροζ αισθάνεται πως έχει επιτέλους την ευκαιρία να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της, ως μητέρα και ως γυναίκα. Παράλληλα με αυτό το χρονογράφημα που εξελίσσεται σε βάθος δεκαετιών, η τρυφερή όσο και ρεαλιστική ταινία της Σαράιγ ρίχνει κλεφτές ματιές σε μια ξεχασμένη σήμερα Ευρώπη, βυθισμένη στη φυλλορροούσα ευημερία της εποχής. Αυτό είναι και το μεγάλο δραματουργικό τέχνασμα της, καθώς δεν επιζητά μονάχα την ταύτιση της ματιάς μας με τη ματιά του «ξένου», αλλά ιχνηλατεί και τα χνάρια ενός παλαιότερου εαυτού που κατοικεί εντός μας, ενός εαυτού πιο ανέμελου, πιο δοτικού και πολύ λιγότερο φοβισμένου. Έχουμε ξαναγράψει στο παρελθόν πως η παρελθοντολαγνεία της pop κουλτούρας σήμερα ριζώνει σ’ αυτή τη μελαγχολική αναπόληση. Η αναπάντεχα οικουμενική ταινία της Σαράιγ το υπογραμμίζει κομψά.
Μιλώντας για pop κουλτούρα, ορίστε άλλη μια ταινία κόμικ, αυτή τη φορά από τη Warner. Το «Blue Beetle» είναι η πρώτη ταινία με κεντρικό χαρακτήρα έναν λατινοαμερικάνο σούπερ ήρωα, και ο σκηνοθέτης Άντζελ Μάνοελ Σότο διανθίζει το στόρι με εθνογραφικές, αλλά και ταξικές πινελιές. Που, μιας και βρισκόμαστε σε μια παραγωγή της Warner, αναπαράγονται με μια ευπρόσδεκτη αφέλεια και γλαφυρότητα, καθώς μας πηγαίνουν πίσω στη κινηματογραφική της ιστορία. Γιατί, σε αντίθεση με την Disney, η Warner δεν μπορεί να επιτρέψει στην DC να την καταπιεί αισθητικά, και αυτό είναι που κάνει τις μεταφορές τους τόσο ενδιαφέρουσες, ακόμα κι όταν αποτυγχάνουν. Γιατί αποτυγχάνει το «Blue Beetle» και είναι κρίμα, καθώς το πρώτο μισό της ταινίας σε προετοιμάζει για κάτι πολύ καλύτερο: Το χιούμορ λειτουργεί, οι διάλογοι είναι καλογραμμένοι, και η Σούζαν Σαράντον ερμηνεύει τη Βικτόρια Κορντ («μια μίξη Κρουέλας και Καρντάσιαν» όπως ακούγεται) με απολαυστική χαιρεκακία. Μέχρι που η χαριτωμένη αυτή αφέλεια που αναφέραμε πιο πάνω, αρχίζει να περνά και στο δραματουργικό κομμάτι, όταν δηλαδή οι δράσεις των ηρώων αρχίζουν να μη βγάζουν κανένα απολύτως νόημα. Πάντως η γιαγιά με το μυδραλιοβόλο έχει πλάκα.
Στο «Αουτσάιντερς» του Γκρεγκ Γκιλέσπι πάλι έχουμε μια αληθινή ιστορία που «συμπληρώνει» κάπως το «Ένας άλλος κόσμος» καθώς καταγράφει μια… φαινομενική ήττα της Wall Street, όταν τον Ιανουάριο του 2021, επί καραντίνας δηλαδή, μια ομάδα αρχάριων νέων επενδυτών, μετέτρεψαν την παραπαίουσα εταιρεία Gamestop στην εταιρεία με την μεγαλύτερη αξία στον κόσμο, χρεοκοπώντας παράλληλα διάφορα funds που είχαν στοιχηματίσει στην πτώση της μετοχής της. Όλα ξεκίνησαν από την οργή ενός ανθρώπου, του Κιθ Γκιλς, εμπνευστή αυτής της δράσης, που μετατράπηκε πια σε σύμβολο των απανταχού μικροεπενδυτών (και το internet πλημμύρισε από ένα ακόμα κύμα θυμού για το «σύστημα»). Ξανά ο Γκιλέσπι ξεκινά από μια αληθινή ιστορία για να καταγράψει τον παραλογισμό της Δυτικής κοινωνίας (δικό του και το «Εγώ, η Τόνια»). Αυτά όμως που αρθρώνονται εδώ είναι ελαχίστως καυστικά, μέχρι δηλαδή να οδηγηθούμε στην παραφωνία του «αισιόδοξου» φινάλε.