Η ιστορία επαναλαμβάνεται, πότε ως τραγωδία και πότε ως φάρσα. Ενίοτε και ως μπουλβάρ – όπως συμβαίνει στην τελευταία, απολαυστική ταινία του Γούντι Άλεν, γυρισμένη εξ’ ολοκλήρου στο Παρίσι. Τα «Γυρίσματα της τύχης» παίζουν στα όρια του κωμικοτραγικού, με τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο τους σε μεγάλη φόρμα, όχι τόσο γι’ αυτά που λέει (τα έχει ξαναπεί στο «Απιστίες και αμαρτίες» όσο και στο «Match point») αλλά για τη ματιά του απέναντι τους. Άλλωστε γι’ αυτό πάμε σινεμά, για να δούμε κάποιον που «βλέπει», μέσα από ένα βιζέρ. Κεντρικό πρόσωπο εδώ η Φανί, μια όμορφη νεαρά που συναντά τυχαία στο δρόμο έναν παλιό συμμαθητή της από το Γυμνάσιο, τον Αλέν, που πλέον εργάζεται ως συγγραφέας, σκαρώνοντας το τελευταίο του αριστούργημα στο ρομαντικό ρετιρέ μιας εξόχως Παριζιάνικης σοφίτας. Εκείνος, εξομολογείται αμέσως τον εφηβικό, κρυφό του έρωτα για τη Φανί, μόνο που εκείνη είναι παντρεμένη με τον Ζαν, έναν πάμπλουτο επιχειρηματία με σκοτεινό παρελθόν. Το προκύπτον παράνομο ζευγάρι θα μπορούσε να είναι και πιο προσεκτικό, αλλά αν ήταν δε θα είχαμε αυτή την ταινία, σωστά; Παρά τη Γαλλική γλώσσα, καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή πως παρακολουθείς ένα φιλμ του Γούντι Άλεν – βοηθά και η γραμματοσειρά των τίτλων θα μου πείτε, αλλά δεν είναι μόνον αυτό: Καθώς η Φανί και ο Αλέν αναπολούν τα σχολικά τους χρόνια, αλλά και την ποίηση του Ζακ Πρεβερ, με τον Βιττόριο Στοράτο να φωτογραφίζει με τα πιο φθινοπωρινά χρώματα το Παρίσι, τα «Γυρίσματα της τύχης» μοιάζουν να κουβαλούν μέσα τους όλα αυτά τα γνωρίσματα που καθιστούν το σινεμά του Άλεν τόσο ξεχωριστό. Φυσικά, μαζί με τη νοσταλγική χαρμολύπη, έρχεται ο σαρκασμός και η ειρωνεία, έτσι όπως στο φιλμ συνυπάρχουν ο Ζορζ Σιμενόν αλλά και ο Κλοντ Σαμπρόλ, το έγκλημα και ο σαρκασμός – όλα όμως δοσμένα με μια ασύλληπτα φροντισμένη ελαφράδα. Δεν μπορώ να σκεφτώ έναν σκηνοθέτη του Χόλιγουντ σήμερα, ικανό να πετύχει μια τόσο ευαίσθητη ισορροπία, την ώρα που φιλμάρει μια ιστορία φόνου και πάθους. Ο Γούντι Άλεν όμως, στα 87 του χρόνια, αποδεικνύει πως έχει (ακόμα!) πολλά να δώσει.
Στην (εντελώς) άλλη όχθη, ο Γκάρεθ Έντουαρντς, σκηνοθέτης του εξαιρετικού «Rogue One» (η μόνη ταινία της σειράς Star Wars που αξίζει το κόπο να δει κανείς, από τότε που το franchise έπεσε στα χέρια της Disney) παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά με τον «Δημιουργό», ένα μεσσιανικό, μεγαλεπίβολο περιπετειώδες δράμα επιστημονικής φαντασίας. Το στόρι: Στο μακρινό μέλλον, η ανθρωπότητα έχει κηρύξει τον πόλεμο στη Τεχνητή Νοημοσύνη, επιστρατεύοντας έναν σκληροτράχηλο πράκτορα για τον εντοπισμό, και την εξολόθρευση του «Δημιουργού», ένα ρομπότ με την ικανότητα να μεγαλώνει και να αναπτύσσεται σαν άνθρωπος, εξουσιάζοντας ταυτόχρονα κάθε μορφή τεχνολογίας που τον περικυκλώνει. Μόνο που εδώ, οι άνθρωποι είναι οι «κακοί» της ιστορίας. Εντυπωσιακά τα οπτικά εφέ, αλλά τι να τα κάνεις όταν η ιστορία ξεχειλώνει στις δυόμιση ώρες (φτάνει!), οι διάλογοι έρχονται με τηλεγράφημα (δέκα ταινίες να έχεις δει στη ζωή σου, ξέρεις τι θα ακούσεις), και οι σημειολογικές σημάνσεις είναι τόσο εξοργιστικά κραυγαλέες και προφανείς που από ένα σημείο και μετά η ταινία μοιάζει εντελώς άναρχη και ξεκούρδιστη. Βγαίνει τέλος και η δέκατη ταινία της σειράς «Saw», και ειλικρινά αναρωτιέμαι ποιον ενδιαφέρει σήμερα.