Υπάρχουν κατ’ αρχάς, τα λογοτεχνικά έργα, δηλαδή οι ιστορίες μυστηρίου της Άγκαθα Κρίστι, του Ρεξ Στάουτ, του Μίκι Σπιλέιν. Και μετά υπάρχει μια ολόκληρη ιστορία αναπαράστασης τους – στο θέατρο, στο ραδιόφωνο, στον κινηματογράφο. Ο Κένεθ Μπράνα, που σκηνοθετεί το «Μυστήριο στη Βενετία» (επεμβαίνοντας αρκετά στο πρωτότυπο υλικό), μοιάζει να αντλεί την έμπνευση του απ’ αυτή τη μακρά ιστορία: Η εκφορά των ηθοποιών παραπέμπει σε radio play, οι σιωπές (υπάρχει παραδόξως ελάχιστη μουσική στην ταινία), υπερτονίζουν τους θεατρικούς τόνους. Και το σινεμά; Μα το σινεμά έρχεται για να υποβάλει, και να σχολιάσει ταυτόχρονα – ή τουλάχιστον αυτή μοιάζει να ήταν εδώ η φιλοδοξία του Μπράνα που επίσης πρωταγωνιστεί ως Ηρακλής Πουαρό. Είναι το τρίτο φιλμ της σειράς – και αυτό που εκπλήσσει περισσότερο. Προσωπικά με κέρδισε ο υπνωτικός του ρυθμός, επειδή με γοητεύει αυτό το σινεμά – οφείλω όμως να παραδεχτώ πως η ταυτότητα του δολοφόνου με ενδιέφερε όλο και λιγότερο όσο το «Μυστήριο στη Βενετία» εξελισσόταν, και αυτό καλό είναι να μη συμβαίνει σε μια ταινία μυστηρίου.
Τουλάχιστον δε θες να φύγεις τρέχοντας από την αίθουσα, όπως μου συνέβη με το «Γάμος αλά Ελληνικά 3» όπου η οικογένεια Πορτοκάλος φτάνει στην Ελλάδα για να ταξιδέψει μέχρι το χωριό της – το οποίο όμως έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Η ταινία μοιάζει να αναπαριστά μια κάπως «θολή» εικόνα της Ελλάδας, ενδεχομένως κοντά σε αυτή που φαντάζονται πολλοί ελληνοαμερικανοί: Σε μια σκηνή, η οικογένεια βγαίνει από το Αεροδρόμιο Αθηνών και απέναντι τους βλέπουν την… Ακρόπολη! Μακάρι όμως να ήταν αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα μιας άνευρης κωμωδίας χωρίς αστεία που απλά «τικάρει» όλα τα υποχρεωτικά κουτιά της πολιτικής ορθότητας, όχι επειδή τα ενστερνίζεται, αλλά επειδή «πληρώνουν καλά» (και δεν ξέρω τι είναι χειρότερο). Από τα «μικρά» φιλμ της εβδομάδας, ξεχωρίζει το νόστιμο Γαλλικό «Ήρωας κανενός»: Στην πρώτη σκηνή ο ελαφρώς συνεσταλμένος Μενερίκ, ένας 30άρης άσος των υπολογιστών, ερωτεύεται παράφορα την Ιζαντόρα, μια παντρεμένη ιερόδουλη, αρκετά μεγαλύτερη του. «Γιατί να το κάνω τσάμπα μαζί σου;», τον ρωτά. «Επειδή είμαι κατά της πορνείας. Και μου αρέσετε πολύ» της αποκρίνεται. Είναι ένα χιούμορ λοξό, σε μια σκηνή που θα λάτρευε ενδεχομένως ο Φρανσουά Τριφό. Λίγο μετά όμως, η πόλη όπου κατοικούν οι ήρωες μας δέχεται τρομοκρατική επίθεση, οι χαρακτήρες πληθαίνουν, το κλίμα αλλάζει, και ο σκηνοθέτης Αλέν Γκιροντί φτιάνει ένα μωσαϊκό συλλογικής παράνοιας, χωρίς όμως να βάζει ποτέ στην άκρη το χιούμορ αλλά και τη μελαγχολία της μοναξιάς που μοιάζει να τρώει τους πάντες.
Πλακίτσα θέλει να κάνει και το Νορβηγικό «Σιχάθηκα τον εαυτό μου», με την ηρωίδα του, μια παθολογική ναρκισσίστρια που αρρωσταίνει βλέποντας τη δημοφιλία του καλλιτέχνη συντρόφου της να απογειώνεται. Και τι κάνει γι’ αυτό; Προκαλεί στον εαυτό της μια «σπάνια δερματική πάθηση», με τη βοήθεια κάποιων παράνομων χαπιών. «Και έχει πλάκα αυτό;» θα μου πείτε. Η αλήθεια είναι πως το αστείο ξεφουσκώνει πολύ γρήγορα – και το μόνο που μένει είναι μια ανθρωπολογική παρατήρηση, σκηνοθετημένη θα έλεγε κανείς από το τμήμα marketing του ΙΚΕΑ. Μήπως να βλέπατε καλύτερα το αριστουργηματικό «Oldboy» του Παρκ Τσαν Γουκ που βγαίνει σε επανέκδοση; Όχι για να σπάσετε πλάκα, αλλά για να δείτε και λίγο σπουδαίο σινεμά.