Πότε τελειώνει μια σχέση; Όταν ο ένας σταματά να ακούει τον άλλο. Στην «Ανατομία μιας πτώσης» υπάρχει η αφορμή του ανεξιχνίαστου, παράξενου θανάτου ενός άντρα. Είναι έγκλημα, ή αυτοκτονία; Στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρίσκεται η Σάντρα, η σύντροφος δηλαδή, στην οποία συγκεντρώνονται όλα τα βλέμματα. Γιατί; Μήπως επειδή δε μοιάζει με τη στερεοτυπική τεθλιμμένη χήρα; Κι όμως, η θλίψη της είναι εμφανής. Σύντομα όμως αποκαλύπτεται πως η σχέση τους – μια «ανοιχτή» σχέση, αν με εννοείτε – έπνεε τα λοίσθια. Όλοι έχουν κάθε λόγο να αμφιβάλουν. Τα πάντα έχουν δυο όψεις στην ταινία – ακόμα και η σεξουαλικότητα της ηρωίδας. Ούτως η άλλως, και στην ζωή έξω από το σινεμά αναζητάμε μια αφηγηματική αλυσίδα – και για να την βρούμε, παίρνουμε την κατεύθυνση που αντιστοιχεί στη δική μας ματιά απέναντι στο σύμπαν. H Τζαστίν Τριέτ, που έφυγε από το τελευταίο Φεστιβάλ Καννών με το Χρυσό Φοίνικα, ξεκινά απ’ αυτή τη διαλεκτική βάση, για να φτιάξει ένα εξαιρετικά πολυσύνθετο αλλά και πολυεπίπεδο φιλμ, άκρως αποτελεσματικό ως δικαστικό δράμα, και άλλο τόσο ως δοκίμιο πάνω στην αλήθεια και την υποκειμενικότητα: Πως γίνεται να είσαι αληθινός απέναντι στον εαυτό σου αλλά και απέναντι στους άλλους ταυτόχρονα; Γιατί αν η υποκειμενικότητα δίνει το στίγμα του συγκεκριμένου, ξεχωριστού και μοναδικού, και η αντικειμενικότητα στοχεύει στην εξαφάνιση αυτής της συγκεκριμενοποίησης με στόχο την ανάδειξη του καθολικού, τι απομένει από το άτομο μέσα από αυτή τη διαδικασία, όπως αυτή επιβάλλεται από το σύστημα; Ναι, η Τριέτ έχει μελετήσει και Κίρκεγκωρ, και Χέγκελ – αλλά ευτυχώς, έχει μελετήσει και κινηματογράφο. Δείτε την ταινία και θαυμάστε την αξιοθαύμαστη άνεση της, έτσι όπως σμίγει, στο ίδιο κινηματογραφικό χαρμάνι, το δράμα και το σασπένς με έναν βαθιά παιδεμένο υπαρξισμό, κρατώντας μας καθηλωμένους μέχρι το τελευταίο λεπτό. Είναι ένα από αυτά τα σπάνια πλέον φιλμ που εγείρουν μεγάλες συζητήσεις αμέσως μετά την προβολή τους. Στοπ-καρέ στη Σάντρα Χόλερ, πρωταγωνίστρια του φιλμ, όσο και του αριστουργηματικού (και επίσης βραβευμένο στις φετινές Κάννες!) «The zone of interest» του Τζόναθαν Γκλέιζερ, που θα δούμε φέτος στις αίθουσες. Σύντομα τη βλέπω στο Χόλιγουντ.
Σε περίπτωση που δε σας ενδιαφέρουν σίκουελ κουρασμένων συνταγών («The equalizer 3: Το τελευταίο κεφάλαιο»), ή παιδικά μεγάλου μήκους, βασισμένα σε σειρές που και τότε που ήσασταν μικρά δεν σας «μίλησαν» ποτέ («Χελωνονιντζάκια: Μεταλλαγμένος Χαμός» – πραγματικά προτιμώ να δω «Μπόλεκ και Λόλεκ» παιγμένο ανάποδα), σας περιμένει ένα μεγάλο κινηματογραφικό γεγονός στα σινεμά: Η επανέκδοση του «Δράκου» του Νίκου Κούνδουρου, παραγωγής 1956, φυσικά σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, κορυφαία στιγμή του Ελληνικού σινεμά σύμφωνα με την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου. Κι όμως, εκείνα τα χρόνια, λίγοι ήταν πρόθυμοι να του το αναγνωρίσουν. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, «όταν η ταινία πρωτοπροβλήθηκε, λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, ο Έλληνας θεατής ήταν ανέτοιμος να διαβάσει τις νύξεις και τους συμβολισμούς της ταινίας και αρνιόταν ένα είδος κινηματογράφου που ερχόταν σε σύγκρουση με την αμερικανική κινηματογραφική κουλτούρα που για χρόνια και χρόνια κατέκλυζε τις κινηματογραφικές αίθουσες», προσθέτοντας πως «χρειάστηκαν δέκα χρόνια σιωπής και ο σκοταδισμός που επέβαλαν οι Συνταγματάρχες στον ελληνικό λαό για να ξεπηδήσει ο «Δράκος» σαν ένα σινιάλο αντίστασης στη σιωπή που είχαν επιβάλει». Από δίπλα ένας κλασσικός Χίτσκοκ («Το χέρι που σκοτώνει») και ένας επίσης κλασσικός Γκοντάρ, με το αριστουργηματικό «Weekend».